ορρωδώ
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀρρωδῶ, -έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω)
1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω
2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και δέος «φόβος» ή το ρ. ἰδίω «ιδρώνω». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο επίθ. ορρώδης με σημ. «δειλός» (< ὄρρος). Η σύνδεση ωστόσο του ρήματος με τη λ. ὄρρος φαίνεται μάλλον παρετυμολογική, αφού δεν ερμηνεύει το α- του ιων. τ. ἀρρωδέω. Αντίθετα, επικρατέστερη φαίνεται η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το ιων. ἀρρωδέω, ενώ το αττ. ὀρρωδῶ έχει προέλθει είτε με αφομοιωτική τροπή του α- σε ο
είτε από την παρετυμολογική σύνδεση του ρήματος με το ὄρρος.