οὖθαρ
English (LSJ)
-ατος, τό, prop. of animals,
A udder, Od.9.440, Hdt.4.2, Theoc. 8.42,69, etc.; καθιέναι τὸ οὖθαρ Arist.HA523a1; τὰ οὔθατα distinguished from οἱ μαστοί by Plu.2.496c; eaten as a dish, ib.124f; later of women, breast, A.Ch.532; ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖ. φορῶ Telecl. 31.
II metaph., οὖθαρ ἀρούρης = the richest, most fertile land, Il.9.141, 283, h.Cer.450, Cratin.220; οὖ. ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr.110; of the vine, ὀπώρη οὔθατος ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε γάνος AP9.645 (Maced.). (Cf. Skt. ū́dhar, gen. ū́dhnas, OE. ūder 'udder', Lat. uber.)
French (Bailly abrégé)
οὔτατος (τό) :
1 mamelle, sein d'ord. en parl. des animaux ; qqf sein de femme;
2 fig. partie la plus fertile d'un champ.
Étymologie: cf. lat. uber.
German (Pape)
ατος, τό (vgl. uber), das Guter; eigtl. von Tieren, z.B. Schafen, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, Od. 9.440; Her. 4.2 und Sp., wie Plut., der de amor. prol. 3 sagt τῶν ἄλλων ζώων ὑπὸ τὴν γαστέρα τὰ οὔθατα χαλᾷ τοὺς μαστούς, also Euter und Zitzen unterscheidet. – Auch von Menschen, die Mutterbrust, Aesch. Ch. 525.
übertragen, οὖθαρ ἀρούρης, der fruchtbarste Teil des Acker- od. Saatlandes, Il. 9.141, 283, h.Cer. 450.
Russian (Dvoretsky)
οὖθαρ: ατος τό
1 вымя Hom., Theocr., Her.;
2 материнская грудь Aesch., Plut.;
3 перен. обилие: οὖθαρ ἀρούρης Hom. благодатный край.
Greek (Liddell-Scott)
οὖθαρ: -ατος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.) κυρίως ἐπὶ ζῴων, τὸ ἄνω μέρος τοῦ μαστοῦ, μαστάρι, Ὀδ. Ι. 440, Ἡρόδ. 4. 2, Θεόκρ. 8. 42, 69, κλ.· καθιέναι τὸ οὖθαρ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 5· τὰ οὔθατα διακρινόμενα ἀπὸ τῶν μαστῶν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 2. 496C· ὡς ἔδεσμα, αὐτόθι 124F· βραδύτερον ἐπὶ γυναικῶν, τὸ στῆθος μετὰ τῶν μαστῶν, Αἰσχύλ. Χο. 532, πρβλ. 531· ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖθαρ φορῶ Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 1. ΙΙ. μεταφορ., οὖθαρ ἀρούρης, ἡ πλουσιωτάτη, γονιμωτάτη χώρα, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, uber arvi, Ἰλ. Ι. 141, 283, Ὕμν. εἰς Δήμ. 450· οὖθαρ ἀγαθῆς χθονὸς Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 162. ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, ὀπώρη οὔθατος ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε γάνος Ἀνθ. Π. 9. 645. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὖθαρ· τὸ πιότατον τῆς γῆς, ἤτοι τῆς χώρας. καὶ τῶν ζῴων τὸ κατὰ τοὺς μαστούς». (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ûdb-ar· Λατ. ub-er (Ufens, Aufidus)· Ἀγγλο-Σαξον. ûd-er (udder)· Ἀρχ. Γερμ. ût-ar (euter).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
οὖθαρ, -ατος, τὸ, πληθ. οὔθατα και οὔθαρα (Α)
1. μαστός ζώου («γάλακτος οὔθατα πιδῶσιν», Θεόκρ.)
2. το στήθος τών γυναικών μαζί με τους μαστούς («πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;», Αισχύλ.)
3. φρ. «οὖθαρ ἀρούρης»
μτφ. γονιμότατη, πλουσιότατη γη
4. (κατά τον Ησύχ.) «οὔθαρα
ἐπὶ ἀσκοῦ ὁ κατὰ τὸ οὖθαρ τόπος, οἱ δέ, περὶ ὃν στρέφεται ὁ χορός, ἢ ὁ τροχός»
5. πιθ. η ρώγα του μαστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα oudh- / ēudh- / ūdh- «μαστός» και συνδέεται με αρχ. ινδ. ūdhar, λατ. ūber, -eris «μαστός και μτφ. αφθονία, γονιμότητα, ευφορία», αρχ. άνω γερμ. ūtar, λιθουαν. ūdr-oju «θηλάζω», αρχ. νορβ. jūgr, αρχ. σαξ. ieder (< ēudhr- ή eudhr-). Οι διαφορές στον φωνηεντισμό της ρίζας ēudh- / oudh- / ūdh- παραμένουν δυσερμήνευτες].
Greek Monotonic
οὖθαρ: -ατος, τό,
I. μαστός ζώου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπανίως λέγεται για γυναίκες, ο γυναικείος μαστός, σε Αισχύλ.
II. μεταφ., οὖθαρ ἀρούρης, η πλουσιότερη, η πιο εύφορη γη, όπως το uber arviτου Βιργ., σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κρασί, οὖθαρ βοτρύων, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: udder, also metaph. (Il.).
Derivatives: οὑθάτ-ιος (AP), -όεις (Nic., Opp., Orph.) belonging to udders, fertile.
Origin: IE [Indo-European] [347] *h₁e/ouHdh-r/n- udder
Etymology: Old inherited word for udder, preserved in several languages. The orig. r-n-stem is except in οὖθαρ also seen in Skt. ū́dhar, gen. ū́dhn-as. In Lat. ūber, -eris n. (secondary adj. richly, fertile) the r-stem was generalized, as in Germ., e.g. MHG ūter, OWNo. jūgr (< *ǰūdr; with deviating initial, s.b.), Lith. ūdr-óju, -óti be pregnant, pa-ūdróti get an ever larger udder of pregnant swines and dogs. Slav. rebult the word after the many nouns in -men, e.g. SCr. vȉme, Russ. výmja n. The variations in anlaut show old ablaut ēudh-, ōudh-, ūdh- (diff. on ου in οὖθαρ Pisani KZ 72, 216). Loss of the laryngeal in Greek after -o-?. Root speculations in Szemerényi Glotta 34, 2 72 ff.; see further (esp. on comparable river names) Krahe Beitr. z. Namenforsch. 5, 35ff. u. 108f., Kilian ibd. 134 ff. Older and further lit. in Bq, W.-Hofmann s. ūber, WP. 1, 111, Pok. 347, Vasmer s. výmja.
Middle Liddell
οὖθαρ, τό,
I. the udder of animals, Od., Hdt.: rarely of women, the breast, Aesch.
II. metaph., οὖθαρ ἀρούρης the richest, most fertile land, like Virgil's uber arvi, Il.; of the vine, οὖθαρ βοτρύων Anth.
Frisk Etymology German
οὖθαρ: -ατος
{oũthar}
Grammar: n.
Meaning: Euter, auch übertr. (seit Il.).
Derivative: Davon οὐθάτιος (AP), -όεις (Nik., Opp., Orph.) zum Euter gehörig, fruchtbar.
Etymology: Altererbte Bez. des Euters, in mehreren Sprachzweigen erhalten. Der urspr. r-n-Stamm ist außer in οὖθαρ auch in aind. ū́dhar, Gen. ū́dhn-as vorhanden. In lat. ūber, -eris n. (sekundär Adj. reichlich, fruchtbar) hat sich der r-Stamm durchgesetzt, ebenso in germ., z.B. mhd. ūter, awno. jūgr (aus *ǰūdr; im Anlaut abweichend, s.u.), lit. ūdr-óju, -óti eutern, trächtig sein, pa-ūdróti ein immer größeres Euter bekommen von trächtigen Schweinen und Hündinnen. Das Slav. hat das alte Wort nach den zahlreichen Nomina auf -men umgebildet, z.B. skr. vȉme, russ. výmja n. Die Schwankungen im Anlaut verraten alten Ablaut ē̆udh-, ō̆udh-, ūdh- (anders über ου in οὖθαρ Pisani KZ 72, 216). Wurzelbetrachtungen bei Szemerényi Glotta 34, 2 72 ff.; dazu noch (bes. über anklingende Flußnamen) Krahe Beitr. z. Namenforsch. 5, 35ff. u. 108f., Kilian ebd. 134 ff. Ältere und weitere Lit. bei Bq, W.-Hofmann s. ūber, WP. 1, 111, Pok. 347, Vasmer s. výmja.
Page 2,442-443