πίειρα
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, fem. of πίων, fat, rich, mostly of land, ἄρουρα πίειρα Il.18.541. Od.2.328, etc.; γαῖα 19.173; χθών Sol. ap. Arist.Ath.12.3, cf. Pl.Criti.111b, Thphr. HP 8.6.2; Σικελία Pi.N.1.15; δαὶς πίειρα rich, plenteous meal, Il.19.180; of wood, resinous, juicy, S.Tr.766, cf. Hp. Nat.Puer.26; of doves, plump, Arist.HA600a23. (Cf. Skt. pīívarī, fem. of pīívā, v. πίων.)
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, bes. fem. zu πίων od. πιαρός, fett, fruchtbar; bei Hom. πίειρα ἄρουρα, π. γῆ, Il. 18, 541 Od. 2, 328 (wie auch Theocr. 18, 29 zu verbinden); δαιτὶ πιείρῃ, Il. 19, 180, fette, reichliche Mahlzeit; πιείρας πόλεις, fette, reiche Städte, 18, 342, wie Σικελία πίειρα Pind. N. 1, 15; Soph. πιείρας δρυός, Trach. 763, saftreich oder harzig; τῆς γῆς ὅση πίειρα καὶ μαλακή, Plat. Critia. 111 b; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
c. πίων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίειρα adj., f. van πίων.
Russian (Dvoretsky)
πίειρα: (πῑ) adj. f
1 жирная (τρυγών Arst.);
2 тучная (ἄρουρα Hom.; ἡ γῆ Plat.);
3 богатая, обильная (δαίς Hom.);
4 сочная, смолистая (δρῦς Soph.).
English (Autenrieth)
see πίων.
English (Slater)
πῑειρα f. adj., fertile Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς pr. (N. 1.15) cf πίων
Greek Monolingual
Greek Monotonic
πίειρα: [ῑ], ἡ, θηλ. του πίων, παχειά, πλούσια· λέγεται για τη γη, εύφορη, σε Όμηρ., Πίνδ. κ.λπ.· δαὶς πίειρα, πλούσιο, άφθονο γεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ξύλο, ρετσινώδες, γλοιώδες, λιπαρό, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πίειρα: [ῑ], ἡ, ἀνώμαλον θηλ. τοῦ πίων, παχεῖα, εὔφορος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τῆς ποιότητος τῆς γῆς, ἄρουρα π. Ἰλ. Σ. 541, Ὀδ. Β. 328, κτλ.· γαῖα Ὀδ. Τ. 174, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 111Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 2· Σικελία Πινδ. Ν. 1. 21· ὡσαύτως δαὶς πίειρα, ἄφθονον φαγητόν, Ἰλ. Τ. 180· ἐπὶ ξύλου, ῥητινώδης ἢ εὔχυμος, Σοφ. Τρ. 766, πρβλ. Ἱππ. 245. 11, καὶ ἴδε λιπαρὸς Ι.· ― σπανίως ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 16, 3.
Middle Liddell
πῑ́ειρα, ἡ, [fem. of πίων
fat, rich, of land, Hom., Pind., etc.; δαὶς πίειρα a rich, plenteous meal, Il.; of wood, resinous, unctuous, Soph.