πανί

Greek Monolingual

και παννί, το
1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι
2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος
3. ιστίο πλοίου
4. στον πληθ. τα πανιά
α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα
β) το σύνολο τών ιστίων πλοίου, τα άρμενα
γ) (με περιλπτ. σημ.) ιστιοφόρο πλοίο («φάνηκαν πέντε πανιά»)
5. φρ. α) «κάνω πανιά» — απλώνω τα ιστία του ιστιοφόρου και ετοιμάζομαι να αποπλεύσω, να σαλπάρω
β) «σηκώνομαι στα πανιά»
i) (για πλοίο) ετοιμάζομαι για απόπλου
ii) (για πρόσ.) ετοιμάζομαι να φύγω, είμαι έτοιμος να αναχωρήσω
γ) «βάζω πανιά» ή «φορτσάρω τα πανιά» — προσθέτω ιστία
δ) «βαρκάδα με πανί» — ιστιοπλοΐα
ε) «έγινε πανί» — χλόμιασε, έγινε κατακίτρινος
στ) «ένα πανί είναι όλοι τους»
(με σκωπτική σημ.) είναι όλοι τους της ίδιας ποιότητας, του ίδιου φυράματος
ζ) «έμεινα πανί με πανί» — έμεινα αδέκαρος, δίχως χρήματα, με άδεια τσέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν(ν)ίον, υποκορ. του αρχ. πάννος «πανί» < λατ. pannus «πανί» (πρβλ. πήνη, πῆνος)].