παράταση

Greek Monolingual

η / παράτασις, -άσεως, ή, ΝΜΑ παρατείνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρατείνω
2. χρονική επιμήκυνση, συνέχιση, εξακολούθηση (α. «παράταση της ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς ἀμπέλους», Απολλ. Δύσκ.),
νεοελλ.
η πρόσθετη χρονική διάρκεια κατά την οποία συνεχίζεται η διεξαγωγή ορισμένων ομαδικών αγωνισμάτων, όπως π.χ. στο ποδόσφαιρο, στην καλαθοσφαίριση κ.ά. και η οποία καθορίζεται από τον ειδικό κανονισμό κάθε αγωνίσματος
2. φρ. «παράταση προθεσμίας»
(νομ.) η νόμιμη δικαστική ή συμβατική επιμήκυνση του χρόνου της έναρξης ή της λήξης ενός γεγονότος που δημιουργεί έννομα συμφέροντα
αρχ.
1. (για άψυχα) διάταση, τέντωμα («ἡ τῶν ἐντέρων παράτασις», Αριστοτ.)
2. έκταση, επέκταση, διάσταση
3. φρ. α) «χρόνου παράτασις» — χρονική διάρκεια που παρατείνεται σε σχέση με άλλη πράξη («οὐ γὰρ παράτασιν χρόνου σημαίνει τὸ «οἱ δ' ἶξον», ἀλλά συντέλειαν», Μέγα Ετυμολογικόν)
β) «παράτασις τοῦ ἐνεστῶτος» — συνέχιση του παρόντος, Απολλ. Δύσκ.
γ) «παράτασιν δίδωμί τινι» — δίνω επί πλέον προθεσμία, αναβάλλω την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού.