παχυλός
English (LSJ)
παχυλή, παχυλόν, Dim. of παχύς, thickish: only Adv. παχυλῶς = coarsely, roughly, opp. ἀκριβῶς, Arist.EN1094b20.
German (Pape)
[Seite 539] eine Art dim. von παχύς, etwas dick od. grob, Sp.; übertr., ziemlich stumpfsinnig, dumm; im adv., παχ υλῶς καὶ τύπῳ τἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι, Arist. Eth. 1, 3, im Groben u. Ganzen, im Gegensatz des Feinen u. Genauen.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠλός: -ή, -όν, εἶδος ὑποκορ. τοῦ παχύς, ὀλίγον παχύς, «παχουλός»· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -λῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκριβῶς, παχυλῶς καὶ τύπῳ τἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι, διὰ γενικῶν λέξεων, κατὰ προσέγγισιν, οὐχὶ λεπτομερῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 4· εἰ δέ τι χρὴ καὶ ὑποδειγματίσαι παχυλῶς Εὐστ. Πομημ. 47, 76, κτλ· πρβλ. παχὺς ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παχυλός, -ή, -όν, ΝΜ
νεοελλ.
1. ο αρκετά παχύς, παχουλός, γεμάτος
2. μτφ. ο άφθονος, περισσότερος ή μεγαλύτερος του δέοντος («παχυλός μισθός»)
3. πλήρης, παντελής ως προς μια ιδιότητα, συνήθως αρνητική («παχυλή αμάθεια»)
μσν.
λίγο ή κάπως παχύς.
επίρρ...
παχυλώς και παχυλά / παχυλῶς, ΝΜ
νεοελλ.
περισσότερο του δέοντος («αμείβεται παχυλώς»)
μσν.
χονδρικώς, κατά προσέγγιση, με γενικές λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + υποκορ. επίθημα -λο- (πρβλ. ηδύλος, μικκύλος). Στην Αρχαία μαρτυρείται μόνο το επίρρ. παχυλῶς, ενώ στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο Παχυλίων με τη μορφή pakuro2].
Greek Monotonic
πᾰχῠλός: -ή, -όν (παχύς), αρκετά πυκνός· επίρρ. -λῶς, με τρόπο τραχύ, απότομο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πᾰχῠλός, ή, όν παχύς
thickish: adv. -λῶς, coarsely, roughly, Arist.