περίθετος

English (LSJ)

περίθετον, also περιθετός, ή, όν, (περιτίθημι) put round or to be put round, π. πρόσωπον a mask, Aristomen.5; κεφαλὴ περίθετος a mask with a wig attached, Ar.Th.258, cf. Sch.; περιθεταὶ τρίχες false hair, wig, Plb.3.78.2; περίθετος κόμη Ael.VH1.26, EM790.19; προκόμια π. Ath.12.523a; περιθέτη alone, Amphis 2, Men.359.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on met autour.
Étymologie: περιτίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθετος -η -ον ook περιθετός -ή -όν [περιτίθημι] opgezet:. κεφαλὴ περίθετος pruik Aristoph. Th. 258.

Russian (Dvoretsky)

περίθετος: и περιθετός 3 накладной: κεφαλὴ π. Arph. маска; περιθεταὶ τρίχες Polyb. парик.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και περιθέτη, και περιθετός, -ή, -όν, Α περιτίθημι
1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ή που μπορεί να τοποθετηθεί γύρω από κάτι
2. φρ. α) «περίθετον πρόσωπον» — προσωπείο, μάσκα
β) «περιθεταὶ τρίχες» και «περίθετος κόμη» — η περούκα.

Greek Monotonic

περίθετος: -ον ή περιθετός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιθέσει, τοποθετημένος τριγύρω, περιθεταὶ τρίχες, ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

περίθετος: -ον, ὡσαύτως περιθετός, ή, όν (περιτίθημι)· - ὁ περιτεθεὶς ἢ ὃν δύναταί τις νὰ περιθέσῃ ἢ περιβληθῇ, π. πρόσωπον, προσωπεῖον, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 1 κεφαλὴ περίθετος, προσωπεῖον ἔχον καὶ φενάκην, Ἀριστοφ. Θεσμ. 258, ἔνθα ἴδε Σχολ.· περιθεταὶ τρίχες, ψευδεῖς τρίχες, φενάκη, Πολύβ. 3. 3. 78, 2 κἑξ.· περίθετος κόμη Αἰλ. Ποικίλ. Ἱστ. 1. 26, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 20· προκόμια περίθετα Ἀθήν. 523Α· περίθετος μόνον, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 170· καὶ περιθέτη, Ἄμφις καὶ Μένανδρ. αὐτόθι (ἀλλὰ διάφ. γραφ. περίθεσις πρβλ. ὅμως Ἀθήν. 415Α, Πολυδ. Β΄, 25.)

Middle Liddell

περί-θετος, ον,
put round, περιθεταὶ τρίχες false hair, Polyb.