περικλάω

English (LSJ)

A twist round, bend, [τὴν φλόγα] Theophrastus Ign.53; τοὺς ἀγκῶνας LXX 4 Ma.10.6: but usually break off, [τὰς δρῦς] Ael.VH9.18; τῷ κράνει π. τὸ ξίφος break it round the helmet, Plu.Sull.14:—Pass., περικεκλασμέναι ῥάβδοι Thphr. HP 4.6.10; περικλασθήσονται κλῶνες LXX Wi.4.5; κολοσσὸς -κλασθεὶς ἀπὸ τῶν γονάτων Str.14.25; περικλώμενα τοῖς αὑτῶν βρίθεσι bent and broken by... Plu.Sull.12; περικεκλασμένον σχῆμα bent and bowed down, Id.2.878c; of persons, τοῖς σώμασι -κλώμενοι Arist.Phgn.813a16, cf. Theoc.21.48; but also, arched, θώραξ Gal.18(1).420; περικλώμενος κλύδων J.AJ15.9.6.
2 in Optics, refract, Cleom.2.1 (Pass.).
II wheel an Arm. round to the right or left, ἐπὶ δόρυ or ἐπ' ἀσπίδα Plb.11.12.4, cf. 11.23.2; also π. τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον divert it, Plu.Caes.58.
2 Pass., of missiles, ricochet, Ph.Bel.79.19.
III τόποι περικεκλασμένοι rough, broken ground, Plb.12.20.6; so λόφοι περικεκλ. Id.18.22.9; οἰκίαι περικεκλ. houses on such ground, Id.9.26A.7; περικεκλασμένας λόφοις ἐρημίας Onos.6.7.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κλάω), umbrechen, Plut. Sull. 12; umbiegen, bes. das Heer im Bogen herumführen, περιέκλα τὴν δύναμιν ἐπὶ δόρυ, Pol. 11, 12, 4, vgl. 11, 23, 2; – τόποι περικεκλασμένοι, 12, 20, 6, unterbrochener, unebener Boden, ein coupirtes Terrain; vgl. λόφοι περικ., 18, 5, 9; auch πόλεις περικεκλασμέναι, 9, 21, 7, die auf solchem Boden liegen; – im med. = sich wonach umbiegen u. hinneigen, Plut. plac. phil. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

περικλῶ :
1 briser autour, briser en recourbant (un arbre), acc. ; περικλᾶν τῷ κράνει τὸ ξίφος PLUT briser son épée sur le casque de qqn;
2 faire fléchir, courber, faire obliquer : τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον PLUT détourner le Tibre vers Circæum;
Moy. περικλάομαι, περικλῶμαι s'appuyer autour de ou près de, avec πρός τινι.
Étymologie: περί, κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλᾱ́ω, Ion. en later περικλαίω huilend omarmen, huilend omgeven:. τὸ... σῶμα περικλαύσας huilend met het lichaam in zijn armen Plut. Brut. 44.2.

Russian (Dvoretsky)

περικλάω:
1 переламывать (τὸ ξίφος τῷ κράνει Plut.): περικεκλασμένῳ σχήματι Plut. в преломленном виде;
2 изгибать: οἱ τοῖς σώμασι περικλώμενοι Arst. (люди) с согбенным телом;
3 поворачивать, обращать, отклонять (τινα ἐπί τι Plut.): π. τὴν δύναμιν ἐπὶ δόρυ Polyb. поворачивать войско направо;
4 делать неровным: τόποι περικεκλασμένοι Polyb. пересеченные местности; πόλεις περικεκλασμέναι Polyb. города, построенные на холмистой местности.

Greek (Liddell-Scott)

περικλάω: μέλλ. -κλάσω, περικάμπτω, ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὅστις πνέων περικάμπτει τῇδε κἀκεῖσε τὰς φλόγας, Θεοφρ. π. Πυρὸς 53· τὰς δρῦς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 18· τῷ κράνει περικλάσαι τὸ ξίφος, ὅτι ἔσπασε τὸ ξίφος περὶ τὸ κράνος, Πλουτ. Σύλλ. 14. - Παθ., φύλλα περικεκλασμένα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10· περικλώμενα τοῖς αὐτῶν βρίθεσιν, καμπτόμενα καὶ θραυόμενα διὰ ..., Πλουτ. Σύλλ. 12· περικεκλασμένον σχῆμα, κεκαμμένον καὶ συγκεκυρτωμένον, ὁ αὐτ. 2. 878C· οὕτως ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 46. ΙΙ. στρέφω στράτευμα πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἐπὶ δόρυ ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Πολύβ. 11. 12, 4, πρβλ. 23, 2· ὡσαύτως, τὸν Τίβεριν περικλάσας ἐπὶ τὸ Κίρκαιον Πλουτ. Καῖσ. 58. ΙΙΙ. τόποι περικεκλασμένοι, τόποι ἔχοντες ἔδαφος τραχύ, ἀνώμαλον, Πολύβ. 12. 20, 6· οὕτω, λόφοι περικελασμένοι ὁ αὐτ. 18. 5, 9· πόλεις περικεκλ., πόλεις ἐπὶ τοιούτου ἐδάφους ᾠκοδομημέναι, ὁ αὐτ. 9. 21, 7.

Greek Monotonic

περικλάω: μέλ. -κλάσω, συντρίβω κάτι γύρω ή πάνω σε κάτι άλλο, τί τινι, σε Πλούτ.· περικλάω τὸν Τίβεριν, εκτρέπω αλλού την ροή του, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -κλάσω
to break one thing round or on another, τί τινι Plut.; π. τὸν Τίβεριν to divert it, Plut.