πλεονεκτώ
Greek Monolingual
πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ πλεονέκτης
1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.)
2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη θέση (α. «η δική σας ομάδα πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν», Πλάτ. γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῖτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
1. έχω, απαιτώ ή διεκδικώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι, επιδεικνύω απληστία («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν», Πλάτ.)
2. κερδίζω κάποιον με απάτη, εξαπατώ («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)
3. συμπεριφέρομαι τυραννικά, εξουσιάζω, τυραννώ κάποιον («ἄσκησις γὰρ οὐ πλεονεκτεῖ φύσιν ποτέ», Νείλ)
αρχ.
1. γίνομαι ισχυρότερος εις βάρος άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῖν τῶν τεθέντων νόμων», Πλάτ.)
2. (το παθ. απρόσ.)
πλεονεκτεῖται
αποτελεί πλεονεξία, είναι πλεονεξία.