πονόεις
English (LSJ)
πονόεσσα, πονόεν, toilsome, Man.4.373.
German (Pape)
[Seite 680] εσσα, εν, Arbeit verursachend, Maneth. 4, 372.
Greek (Liddell-Scott)
πονόεις: εσσα, εν, (πόνος) ὁ πλήρης κόπου, κοπώδης, Μανέθων 4. 373.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α πόνος
κοπιώδης, κοπιαστικός.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung