πονικός
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
πονική, πονικόν,
A toilsome, hard-working, D.L.7.170: Sup. πονικώτατος ib.180. Adv. πονικῶς, πιστῶς καὶ π. ὑπηρετῶν IPE12.39.15 (Olbia, ii A.D.): πονικώτερον J.AJ11.8.3.
II toilsome, oppressive, Thd.Pr.15.1.
German (Pape)
[Seite 680] arbeitsam, D. L. 7, 170.
Russian (Dvoretsky)
πονικός: трудовой, трудолюбивый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πονικός: -ή, -όν, (πόνος) ἐργατικός, φιλόπονος, Διογ. Λ. 7. 170· ὑπερθ. -ώτατος, αὐτόθι 180· ― Συγκρ. ἐπίρρ. πονικώτερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 3. ΙΙ. = λυπηρός, Θεόδ. εἰς τὰς Παροιμ. Σολομ. ΙΕ΄, 1. ― Ἐπίρρ., πονικῶς, μετὰ πόνου, μετὰ κόπου, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, ἔκδ Ussing ἐν ἔτει 1881. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 330.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πόνος
1. φιλόπονος, εργατικός
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, καταθλιπτικός, λυπηρός.
επίρρ...
πονικῶς, Α
κατά τρόπο πονικό, με φιλοπονία και εργατικότητα.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung