προενάρχομαι
English (LSJ)
begin before, 2 Ep.Cor.8.6,10.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
commencer auparavant, ou avant les autres.
Étymologie: πρό, ἐνάρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ενάρχομαι al eerder beginnen.
Russian (Dvoretsky)
προενάρχομαι: ранее начинать (ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v.l. ἐνήρξατο - οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ NT).
English (Strong)
from πρό and ἐνάρχομαι; to commence already: begin (before).
English (Thayer)
1st aorist προενηρξαμην; to make a beginning before: τί, 2 Corinthians 8:10 (here others render 'to make a beginning before others,' 'to be the first to make a beginning,' (cf. Meyer ad loc.)). Not found elsewhere.
Greek Monolingual
Α
αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐνάρχομαι «αρχίζω»].
Greek Monotonic
προενάρχομαι: αποθ., αρχίζω εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
προενάρχομαι: ἀποθετ., ἐνάρχομαι πρότερον, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. η΄, 6.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:proen£rcomai 普羅-恩-阿而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:以前-在內-原始
字義溯源:已經著手,已經開始,開辦了;由(πρό)*=前)與(ἐνάρχομαι)=在著手)組成;而 (ἐνάρχομαι)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(ἄρχω)=著手)組成,其中 (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首)。參讀 (ἄρχω)同義字
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 已經開始(1) 林後8:10;
2) 開辦了(1) 林後8:6