προστιμάω

English (LSJ)

award further penalty (cf. ἀτίμητος), in Act. of the court, π. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Pl.Lg.767e, cf. 943b, Arist.Ath.63.3; πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ D.24.114, cf. 103; π. τῷ δημοσίῳ adjudge to the treasury as a debt, Id.21.44; τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ π. ὅσονπερ τῷ ἰδιώτῃ ibid.:—Med., of the individual δικαστής who proposed the additional penalty, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία (sc. τὸ δεδέσθαι (, προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον Lex ap. D. 24.105, cf. Legem ap.Lys.10.16:—Pass., impers., εἴ τινι τῶν ὀφειλόντων δεσμοῦ προστετίμηται if the further penalty of imprisonment has been laid on him, D.24.46, cf. 60, 207; εἴκοσι δραχμῶν προστιμηθῆναι Id.47.43; προστιμάσθω πρὸς χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅς ον ἂν δόξῃ IG22.1368.88.

German (Pape)

[Seite 783] zur gesetzmäßigen Strafe noch eine Verschärfung derselben hinzuerkennen; προστιμᾶν τοὺς κρίναντας τὴν δίκην, ὅτι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν αὐτόν, Plat. Legg. VI, 767 c; ἡ ἡλιαία προστιμᾷ, Lys. 10, 16; εἴ τινι προστετίμηται, Dem. 24, 44; oft τινὶ δεσμόν, ib. 103, wie τῷ ἀργυρίῳ δεσμόν ib. 114.

French (Bailly abrégé)

προστιμῶ :
1 estimer proportionnellement;
2 infliger en outre une peine en parl. du tribunal;
Moy. προστιμάομαι, προστιμῶμαι réclamer (contre un accusé) une peine supplémentaire en parl. du demandeur.
Étymologie: πρός, τιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τιμάω act. extra straf opleggen:. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ de wetten schrijven voor om dezelfde extra boete aan de staat te laten betalen als aan de betrokken privé-persoon Dem. 21.44. med. extra straf vorderen. Lys. 10.16 (in wetstekst).

Russian (Dvoretsky)

προστῑμάω:
1 сверх того присуждать: πρὸς τῷ ἀργυρίῳ δεσμόν τινι π. Dem. приговаривать кого-л., помимо денежного штрафа, к тюремному заключению; εἴκοσι δραχμῶν προσετιμήθη (impers.) αὐτῷ Dem. на него был возложен штраф в двадцать драхм;
2 med. предлагать усилить наказание: ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἥλιαία Lys. если гелиея (суд присяжных) усилит наказание.

Greek Monotonic

προστῑμάω: μέλ. -ήσω, επιβάλλω πρόσθετη ποινή πέραν της κανονικής, σε Πλάτ., Δημ.· προστιμάω τῷ δημοσίῳ, επιδικάζω στο δημόσιο ως οφειλή, σε Δημ.· Ενεργ. χρησιμ. για τα δικαστήρια, Μέσ. για τον δικαστή που πρότεινε το πρόσθετο πρόστιμο, σε Νόμ. παρά Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προστῑμάω: ἐπιβάλλω βαρυτέραν ἢ πρόσθετον ποινὴν πλὴν τῆς ὑπὸ τοῦ νόμου ὁριζομένης (ἴδε προστίμημα), ὅπερ ἐπετρέπετο εἴς τινας δίκας, αἵτινες ἐκαλοῦντο δίκαι ἀτίμητοι, πρ. τοὺς κρίναντας τὴν δίκην ὅ τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῖν Πλάτ. Νόμ. 767Ε, πρβλ. 943Β· πρὸς τῷ ἀργυρίῳ π. δεσμὸν τῷ κλέπτῃ Δημ. 736. 16, πρβλ. 732. 31· πρ. τῷ δημοσίῳ, ἐπιδικάζω εἰς τὸ δημόσιον ὡς ὀφειλήν, ὁ αὐτ. 528. 16· πρ. τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ ὅσονπερ ἰδιώτῃ αὐτὀθι 18· τὸ ἐνεργ. ἔκειτο ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου καθόλου, τὸ δὲ μέσον ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ ἐκείνου, ὅστις προέτεινε τὸ πρόσθετον πρόστιμον, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία (ἐξυπ. τὸ δεδέσθαι), προστιμᾶσθαι δὲ τὸν βουλόμενον Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 8, πρβλ. Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 31. - Παθητ., ἀπροσ., προστιμᾶται τινι δεσμοῦ, ἐπιβάλλεται εἰς αὐτὸν ἡ πρόσθετος ποινὴ τῆς εἱρκτῆς, ὁ αὐτ. 715. 11., 719. 18., 764. 18· εἴκοσι δραχμῶν προσετιμήθη αὐτῷ ὁ αὐτ. 1152. 16.

Middle Liddell

fut. ήσω
to award further penalty besides the regular one, Plat., Dem.; πρ. τῷ δημοσίῳ to adjudge to the treasury as a debt, Dem.:—the Act. was used of the Court, the Mid. of the individual who proposed the penalty, Lex ap. Dem.