προστίμημα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῑ́μημα Medium diacritics: προστίμημα Low diacritics: προστίμημα Capitals: ΠΡΟΣΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: prostímēma Transliteration B: prostimēma Transliteration C: prostimima Beta Code: prosti/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, additional penalty or fine, D.24.2, Poll.6.180, 8.21,149.

German (Pape)

[Seite 783] τό, die zur gesetzmäßigen Strafe noch hinzukommende Straserhöhung oder Strafschärfung, Dem. 24, 2, τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖ τῶν προστιμημάτων τῶν ἐπὶ τοῖς ἀδικήμασιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένων; vgl. Harpocr.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peine arbitraire ajoutée à la peine légale.
Étymologie: προστιμάω.

Russian (Dvoretsky)

προστίμημα: ατος (ῑ) τό дополнительное наказание, усиление кары Dem.

Greek (Liddell-Scott)

προστίμημα: [ῑ], τό, τὸ δικαστικῶς ἐπιβληθὲν ἐκτὸς τῆς συνήθους ποινῆς πρόστιμον, Δημ. 700. 16, Πολυδ. Ϛ΄, 180, Η΄, 21, 149· ἴδε προστιμάω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προστιμῶ
πρόστιμο βαρύτερο από το πρόστιμο που ορίζει ο νόμος («ταῦτα ἄκυρα ποιεῖ τῶν προστιμημάτων», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προστίμημα: [ῑ], -ατος, τό, αυτό που επιδικάζεται πέρα και παραπάνω από την κανονική ποινή, πρόστιμο, σε Δημ.

Middle Liddell

προστῑ́μημα, ατος, τό, [from προστῑμάω]
that which is awarded over and above the regular penalty, a fine, Dem.