προστίμημα
English (LSJ)
-ατος, τό, additional penalty or fine, D.24.2, Poll.6.180, 8.21,149.
German (Pape)
[Seite 783] τό, die zur gesetzmäßigen Strafe noch hinzukommende Straserhöhung oder Strafschärfung, Dem. 24, 2, τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖ τῶν προστιμημάτων τῶν ἐπὶ τοῖς ἀδικήμασιν ἐκ τῶν νόμων ὡρισμένων; vgl. Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
peine arbitraire ajoutée à la peine légale.
Étymologie: προστιμάω.
Russian (Dvoretsky)
προστίμημα: ατος (ῑ) τό дополнительное наказание, усиление кары Dem.
Greek (Liddell-Scott)
προστίμημα: [ῑ], τό, τὸ δικαστικῶς ἐπιβληθὲν ἐκτὸς τῆς συνήθους ποινῆς πρόστιμον, Δημ. 700. 16, Πολυδ. Ϛ΄, 180, Η΄, 21, 149· ἴδε προστιμάω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προστιμῶ
πρόστιμο βαρύτερο από το πρόστιμο που ορίζει ο νόμος («ταῦτα ἄκυρα ποιεῖ τῶν προστιμημάτων», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
προστίμημα: [ῑ], -ατος, τό, αυτό που επιδικάζεται πέρα και παραπάνω από την κανονική ποινή, πρόστιμο, σε Δημ.
Middle Liddell
προστῑ́μημα, ατος, τό, [from προστῑμάω]
that which is awarded over and above the regular penalty, a fine, Dem.