ρυμουλκός

Greek Monolingual

-ή, -ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν
1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του
2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός
σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα
3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό
α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο με χαμηλά έξαλα και σχετικώς μεγάλο βύθισμα που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση τών χειρισμών τών μεγάλων πλοίων κατά τον κατάπλου και απόπλου στα λιμάνια, καθώς και για τη ρυμούλκηση πλοίων που έχουν υποστεί βλάβη
β) τροχιοδρομικό όχημα που έλκει πίσω του άλλο ή άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῦμα «σκοινί, τόξο» + -ουλκός (< ὁλκός ή ὁλκή < ἕλκω), πρβλ. ἐμβρυ-ουλκός. Ο τ. ρεμουλκό έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. remulco < αρχ. ῥυμουλκῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].