σπονδεῖος

English (LSJ)

α, ον,
A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a.
II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc.
2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.

German (Pape)

[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst.σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.

Russian (Dvoretsky)

σπονδεῖος: ὁ (sc. πούς) σπονδή спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.

Greek Monolingual

ο / σπονδεῖος, σπονδεία, σπονδείον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῖος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβεῖος, ἐλεγεῖος)].

Greek Monotonic

σπονδεῖος: -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), , λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).

Middle Liddell

σπονδεῖος, η, ον
used at a libation:— σπονδεῖος (sc. πούσ), in metre, a spondee, a foot consisting of two long syllables, being the metre proper to the slow melodies used at σπονδαί (a treaty).

Mantoulidis Etymological

(=μετρικός πόδας πού ἔχει δύο μακρές συλλαβές καί χρησιμοποιεῖται σέ ἀργές καί σοβαρές μελωδίες). Ἀπό τό σπονδή τοῦ σπένδω, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.