σπονδυλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους
2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία»
ανατ. κλάδος της υποκλείδιας αρτηρίας
β) «σπονδυλική στήλη»
i) (ανατ.-βιολ.) ο αξονικός σκελετός του κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και συνδέεται με τα άκρα μέσω της ωμικής και της πυελικής ζώνης και μπορεί να παρουσιάσει ποικιλία λειτουργικών ή οργανικών ανωμαλιών, κν. ραχοκοκαλιά
ii) μτφ. κύριο στήριγμα, κεντρικός άξονας
γ) «σπονδυλικό τρήμα»
ανατ. ο κενός χώρος ανάμεσα στο σώμα κάθε σπονδύλου προς τα εμπρός και το σπονδυλικό τόξο προς τα πίσω, ο οποίος, μαζί με τους αντίστοιχους τών άλλων σπονδύλων, σχηματίζει τον νωτιαίο σωλήνα μέσα στον οποίο πορεύεται ο νωτιαίος μυελός περιβαλλόμενος από τις μήνιγγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος. Ο τ. σπονδυλική (στήλη) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].