στεροπή

English (LSJ)

ἡ, poet. word,
A like ἀστεροπή, ἀστραπή, flash of lightning, σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.Th.845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P.4.198; στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες.. στεροπῆς ζάπυροι A.Pr.1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.Supp.34 (anap.), etc.
2 generally of dazzling light, gieam, χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 938] ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 éclair;
2 lueur éclatante, éclat.
Étymologie: cf. ἀστεροπή, ἀστραπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99.

Russian (Dvoretsky)

στεροπή: дор. στεροπά (ᾱ) ἡ
1 молния (βροντὴ σ. τε Aesch.): στεροπᾶν (= στεροπῶν) κεραυνῶν τε πρύτανις Pind. властитель молний и громов, т. е. Зевс;
2 сверкание, сияние, блеск (χαλκοῦ Hom.; λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, sc. ἥλιος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

στεροπή: ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ ἀστεροπή, ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, δηλ. ὁ Ζεύς, αὐτόθι Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - καθόλου, ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, λάμψις, ἀκτινοβολία, χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.

English (Autenrieth)

(ἀστεροπή, ἀστράπτω): lightning; then the gleam, sheen of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ἀστεροπή.

Greek Monotonic

στεροπή: ἡ, όπως το ἀστεροπή, ἀστραπή, η λάμψη της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, λάμψη, αστραπή, ακτινοβολία, στιλπνότητα, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lightning, gleam, shine (ep. Il.).
Other forms: masculinised (Fraenkel Nom. ag. 2, 121) Στερόπης m. name of a Cyclops (Hes., Call.); backformation στέροψ glittering, lighting (S. in lyr.) after αἶθοψ.
Compounds: στεροπ-ηγερέτα surn. of Zeus (H 298, Q. S., Nonn.), after νεφεληγερέτα (cf. Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394);
Etymology: S. ἀστεροπή.

Middle Liddell

στεροπη, ἡ, = like ἀστεροπή, ἀστραπή
a flash of lightning, Il., Hes., etc.:—generally flash, gleam, sheen, Hom.

Frisk Etymology German

στεροπή: {steropḗ}
Forms: maskulinisiert (Fraenkel Nom. ag. 2, 121) Στερόπης m. N. eines Kyklopen (Hes., Kall.); Rückbildung στέροψ schimmernd, leuchtend (S. in lyr.) nach αἶθοψ.
Grammar: f.
Meaning: Blitz, Schimmer, Glanz (ep. poet. seit Il.);
Composita: στεροπηγερέτα Bein. des Zeus (H 298, Q. S., Nonn.), nach νεφεληγερέτα (vgl. Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394);
Etymology: S. ἀστεροπή.
Page 2,793

Mantoulidis Etymological

(=ἀστραπή, λάμψη). Σάν τό ἀστεροπή = ἀστραπή, συγγενικό μέ τή λέξη ἀστήρ.