στοιβή

English (LSJ)

ἡ, (στείβω)
A thorny burnet, pricky burnet, spiny burnet, brushwood, Poterium spinosum, Sarcopoterium spinosum Hp. Mul.2.186, Thphr. HP 6.1.3, LXX Is.55.13, Dsc.4.12; its branches were used to make brooms, τὴν στέγην ὀφέλλοντα.. πυθμένι στοιβῆς Hippon.51; also to pack wine-jars, Trypho ap.A.D.Conj.247.27.
2 cushion, pad, Arist.PA654b26.
3 padding, Eup.Fr.inc.132 M. (om. Kock, v. Fr.409 K.); καθάπερ σ. like stuffing, Gal.UP7.2,8, cf. 12.3: metaph., 'padding', an expletive, Ar.Ra.1178, cf. Phld.Rh.2.40 S.
4 foundation-course below stylobate, IG42(1).102.3, al. (Epid., iv B.C.), 5(2).33 (Tegea, iii B.C.).
5 heap of corn, LXX Ru. 3.7; sheaf, shock of corn, ib.Jd.15.5 cod. A (στυβ-).

Wikipedia EN

 
Sarcopoterium spinosum fruit

Sarcopoterium is a genus of flowering plants in the rose family. The genus is sometimes considered synonymous to Poterium. The sole species within this genus, Sarcopoterium spinosum, is common to the southeast Mediterranean region and Middle East. In English it is known as the prickly, spiny, or thorny burnet It is a perennial bush with small flowers in inflorescence. Sarcopoterium spinosum flowers in February to April and its fruits mature in autumn, then fall to earth to germinate with the rain water. Sarcopoterium spinosum has spines. In the summer (high temperatures) it is dried and appears dead.

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, das Stopfen; bei Galen. eine Pflanze, deren Blätter man zum Ausfüllen, Verstopfen der Löcher, zum Stopfen der Kissen brauchte; sonst φέως, Theophr.; Plut. Thes. 8; auch als Besen gebraucht, τὴν στέγην ὀφέλλοντα πυθμένι στοιβῆς, Hipponax bei Schol. Lycophr. 1165; Ausfüllung, Arist. partt. an. 2, 9. – Übertr., Flickwort, Füllwort, κἄν που δὶς εἴπω ταὐτὸν ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον, Ar. Ran. 1176. – [Στοίβη ist falsche Betonung, vgl. Arcad. p. 104, 14.]

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
tout ce qui sert à bourrer, à boucher, particul. autre nom de la plante φέως, dont les feuilles servaient de bourre ou de bouchon ; fig. remplissage.
Étymologie: στείβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιβή -ῆς, ἡ [~ στείβω] opvulling. Aristoph. Ran. 1178. plant stekelige pimpernel (pimpinella spinosa).

Russian (Dvoretsky)

στοιβή:
1 стеба (растение, листья которого употреблялись для набивки подушек) Plut.;
2 мягкая прокладка, набивка Arst.;
3 ирон. словесная труха: σ. ἐνοῦσα ἔξω τοῦ λόγου Arph. не идущая к делу болтовня.

Greek (Liddell-Scott)

στοιβή: ἡ, (στείβω) θαμνῶδες φυτὸν ταὐτὸν τῷ φέως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· οἱ κλάδοι αὐτοῦ ἐχρησίμευον εἰς κατασκευὴν σαρώθρων, τὴν στέγην ὀφέλλοντα ... πυθμένι στοιβῆς Ἱππῶν. 42· ὡσαύτως πρὸς περιφύλαξιν στάμνων οἴνου, Α. Β. 515. 2) προσκεφάλαιον, στρωμάτιον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6. 3) «γέμισμα», Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 132· καὶ μεταφορ., «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, λέξις τιθεμένη μόνον διὰ νὰ κατέχῃ τόπον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. 4) καθόλου, σωρός, ὄγκος, λίθων, βοτρύων Εὐστ. Πονημάτ. 184. 39., 309. 41· ἐν στ. 55. 67· στ. κρεάτων 127. 77.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ
σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα
2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου
3. αρχιτ. το τμήμα του κρηπιδώματος που βρίσκεται κάτω από τον στυλοβάτη
4. μτφ. παραγέμισμα («κἄν που δὶς εἴπω ταυτόν, ἢ στοιβὴν ἴδῃς ἐνοῦσαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυσον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιβ- του ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω». Η σημ. της λ., ωστόσο, «γέμισμα στρωμάτων και μαξιλαριών» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (πρβλ. στιβάδα, στιβαρός, βλ. και λ. στείβω). Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν τέτοιου είδους γεμίσματα].

Greek Monotonic

στοιβή: ἡ (στείβω), θαμνώδες φυτό που χρησίμευε στο παραγέμισμα ή στην κατασκευή σαρώθρων· και μεταφ., «γέμισμα», «παραγέμισμα», παραπλήρωμα, επιφώνημα, φλυαρία, μακρηγορία, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. στείβω.

Middle Liddell

στοιβή, ἡ, στείβω
a plant used for stuffing or padding; and metaph. " padding, " an expletive, Ar.

Frisk Etymology German

στοιβή: {stoibḗ}
See also: s. στείβω.
Page 2,800

English (Woodhouse)

superfluous wording