στύπος

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό,
1 stem, stump, block, στιβαρὸν στύπος ἀμπέλου A.R.1.1117; pl., Plb.1.48.9, 21.27.4; also = κύτος, στύπος ὅλμου Nic.Th.951, Al.70.
2 στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 959] εος, τό, Stock, Stange, Stengel, Stiel, stipes, Schol. Ap. Rh. 1, 1117; στύπη δρύϊνα, Pol. 22, 16, 4; Nic. Ther. 952; Al. 70, ὅλμου στύπος = κύτος.

Russian (Dvoretsky)

στύπος: εος (ῠ) τό шест, жердь, палка (στύπη δρύϊνα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στύπος: [ῠ], -εος, τό, στέλεχος, κορμός, πρέμνον, Λατ. stipes, στιβαρὸν στ. ἀμπέλου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1117· δρύϊνον Πολύβ. 22. 10, 4. - ὡσαύτως = κύτος· ὅλμου στ. Νικ. Θηρ. 952, Ἀλεξιφ. 70, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. stûp-as (camulus)· Λατ. stip-a, stup-eo, stip-es· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΥΦ, ἴδε ἐν λ. στυφελός).

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α
νεοελλ.
1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης
2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος βραχίονας στερεωμένος κάθετα ως προς το επίπεδο που ορίζουν ο κορμός και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το πλοίο
3. βοτ. το τμήμα του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης λαμιναριώδη το οποίο συνδέει το φυλλοειδές τμήμα, το έλασμα, με το ριζοειδές
4. (μυκητ.) το στέλεχος του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο
αρχ.
1. στέλεχος, κορμός ή κούτσουρο («στιβαρὸν στύπος ἀμπέλου», Απόλλ. Ρόδ.)
2. στύλος ξύλινος
3. κοίλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος εκφραστικός τ., ο οποίος πρέπει να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)teup-, η οποία έχει διπλή σημ. «κορμός, κούτσουρο» και «χτυπώ, κοπανίζω» (πρβλ. τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. στυπάζει
βροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεί και στυφᾶν
βροντᾶν). Η λ. στύπος μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. stūfr «κούτσουρο», μέσ. γερμ. stūve «κούτσουρο, κορμός», ενώ, τέλος, και το ρ. τύπτω ανάγεται στην ίδια ρίζα].
(II)
ὁ, Α
βλ. στυπ(π)είο.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: stick, shaft, stalk (A. R., Nic., Plb.); cf. H.: στύπος στέλεχος, κορμός. καὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ σῶμα, καὶ τὸ κύτος (cod. κῆτος). καὶ ὁ ψόφος τῆς βροντῆς.
Compounds: Note στυπογλύφος ξυλογλύφος. στύπος γὰρ ὁ στέλεχος ἤγουν τὸ πρέμνον.
Derivatives: στυπάζει βροντᾳ̃, ψοφεῖ, ὠθεῖ H., ἀποστυπάζω to drive away with a stick (Archil.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Phonetically and semant. comparable are some Germ. and Balt. words: OWNo. stūfr m. stump, tree-stump, MLG stūve m. stumpf, (Germ.) Zeugrest, Latv. stups worn broom a.o. (Fick 1,145; 3, 496f.); also Russ. stópka wooden nail on the wall (Vasmer s.v.)? One considers further Toch. A ṣtop, ṣtow stick (because of ο for u loan from B?; v. Windekens Orbis 11, 194 a. 13, 226). Further connection uncertain, but rather to the group of τύπτω ("what is cut off, hewn off") than to στύω a. cogn. -- The byform στύμος στέλεχος, κορμός H. has secondary μ (after κορμός?; acc. to Specht KZ 68, 126 old variation π στύπος μ). -- The variation π/μ is typical for Pre-Greek words; Furnée 222 - 227 (and 204 - 227), e.g. σπαρ-άσιον - σμάρ-δικον.

Frisk Etymology German

στύπος: {stúpos}
Grammar: n.
Meaning: Stock, Stiel, Stengel (A. R., Nik., Plb.); vgl. H.: στύπος· στέλεχος, κορμός. καὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ σῶμα, καὶ τὸ κύτος (cod. κῆτος). καὶ ὁ ψόφος τῆς βροντῆς.
Composita: Auch στυπογλύφος· ξυλογλύφος. στύπος γὰρ ὁ στέλεχος ἤγουν τὸ πρέμνον.
Derivative: Dazu στυπάζει· βροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεῖ H., ἀποστυπάζω mit einem Stock wegjagen (Archil.).
Etymology: Lautlich und begrifflich damit vergleichbar sind einige germ. und balt. Wörter: awno. stūfr m. Stumpf, Baumstumpf, mnd. stūve m. Stumpf, Zeugrest, lett. stups abgenutzter Besen u.a. (Fick 1,145; 3, 496f.); auch russ. stópka Holznagel an der Wand (Vasmer s.v.)? In Betracht kommt noch toch. A ṣtop, ṣtow Stock (wegen ο für u aus B entlehnt?; v. Windekens Orbis 11, 194 u. 13, 226). Weitere Anknüpfung unsicher, aber eher zur Sippe von τύπτω ("das abgeschlagene, abgehauene") als zu στύω u. Verw. — Die Nebenform στύμος· στέλεχος, κορμός H. hat sekundäres μ (nach κορμός?; laut Specht KZ 68, 126 alter Wechsel π ~ μ).
Page 2,813-814

Translations

stump

Arabic: جُذْمُور‎, كُنَّاشَة‎; Armenian: կոճղ; Assamese: মুঢ়া; Azerbaijani: kötük; Belarusian: пень; Breton: penngef, souch; Bulgarian: пън; Catalan: soca, monyó; Cherokee: ᎤᏂᏡᎬᎢ; Chinese Mandarin: 樹樁/树桩, 樹墩/树墩; Czech: pařez, pahýl; Dutch: stomp; Esperanto: stumpo; Estonian: könt, känd; Fakkanci: ɘ̄r-kìŋg; Finnish: tynkä, kanto; French: souche, moignon; Galician: cepa, toco, cozo, couce, raigoto, cachopo; German: Stumpf, Stubben; Ancient Greek: στύπος, τομή, πρέμνον; Hebrew: גֶּדֶם‎; Ingrian: kanto; Interlingua: stirpe; Irish: stoc; Italian: moncherino, ceppo; Japanese: 切り株; Korean: 그루터기; Latgalian: calms; Latvian: celms; Lezgi: пун; Lithuanian: kelmas; Macedonian: пенушка, чкунка; Maori: tumu, mutumutu, niho more, tumu, kōtumu; Mongolian Cyrillic: хожуул; Mongolian: ᠬᠣᠵᠤᠤᠯ᠎ᠠ; Norwegian Bokmål: stump; Old English: stubb; Piedmontese: sep; Polish: kikut, karpina, karpowina, pieniek, pniak, pień; Portuguese: toco, cotoco; Romanian: ciot; Russian: пень, пенёк, обрубок, культя, огрызок, обломок, огарок; Scottish Gaelic: stob; Serbo-Croatian Cyrillic: пањ; Roman: panj; Slovak: peň, pahýľ, kýpeť; Slovene: štor; Spanish: tocón, tueco, muñón, raíz, punta final, cabo; Swahili: kisiki; Swedish: stump, stubbe; Tagalog: tuod; Tarifit: tiyyart); Tausug: tunggul; Turkish: kütük; Udmurt: лӥял; Ukrainian: пень; Venetian: talpón; Welsh: boncyff, wystn; Yiddish: פּניאַק‎