συνθηρεύω

English (LSJ)

A = συνθηράω, Pl.R. 451d; σ. ὥσπερ κύνες ib.466d.
2 catch or win together, E.Fr.981.5:—Med., quest after, reach by efforts, ἃ δ' οὐ κεκτήμεθα, μίμησις.. ταῦτα συνθηρεύεται Ar.Th.156.
3 catch hold of, gather up, φαίνεται τὸ λιπαρὸν.. τὰ κάρφη καὶ τὰ τοιαῦτα συνθηρεύειν Diocl.Fr.147.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρεύω samen (met...) jagen, mee op jacht gaan (met), met dat. met iem.; med. ook overdr. met acc. op iets/ iem.: ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται wat wij niet bezitten, bij de jacht daarop helpt imitatie ons Aristoph. Th. 156.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α
1. κυνηγώ μαζί με κάποιον άλλο
2. συλλέγω, συναθροίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
3. μτφ. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθειες που καταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θηρεύω «κυνηγώ, συλλαμβάνω, επιδιώκω» (< θήρ «θηρίο»)].

Greek Monotonic

συνθηρεύω: μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρεύω: συνθηράω, συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. ὥσπερ κύνες αὐτόθι 466C. 2) συλλαμβάνωκερδαίνω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 971· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156.

Middle Liddell

fut. σω = συνθηράω, Plat.]

German (Pape)

συνθηράω, Plat. Rep. V.451d; im med., Ar. Th. 156; Plut.