σχεδιασμός
English (LSJ)
ὁ, doing, speaking, or writing off-hand, Pl.Sis.390c, Agatharch.4, Str.12.3.22, Eust.146.19.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, das Reden, Thun, Schreiben aus dem Stegreif, ohne lange Überlegung, Plat. Sisyph. 390 c; Strab. 12, 3, 22, Unüberlegtheit.
Russian (Dvoretsky)
σχεδιασμός: ὁ необдуманная речь, пустая болтовня (εἰκασία καὶ σ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σχεδιασμός: ὁ, τὸ ἐνεργεῖν, ὁμιλεῖν ἢ πράττειν ἐκ τοῦ προχείρου, ἄνευ προμελέτης, Πλάτ. Σίσυφ. 390C, Ἀγαθαρχ. σελ. 3 Huds., Εὐστ. 146. 29.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σχεδιάζω
νεοελλ.
1. σχεδίασμα και, ιδίως, αρχικό, πρόχειρο σχέδιο που υποβάλλεται αργότερα σε μεταβολές ή διορθώσεις, προσχέδιο
2. κατάρτιση σχεδίων, κατάρτιση προγραμμάτων σε έναν τομέα δραστηριότητας («επιχειρησιακός σχεδιασμός)
3. φρ. «οικονομικός σχεδιασμός»
(οικον.) δραστηριότητα στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης από το κράτος με τον καταρτισμό αντίστοιχων προγραμμάτων στα οποία προβλέπονται ορισμένοι βασικοί στόχοι για την επίτευξη τών οποίων οι καίριες οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται ή επηρεάζονται αποφασιστικά από την κεντρική εξουσία αντί να αφήνονται στο ελεύθερο παιχνίδι τών δυνάμεων της αγοράς
αρχ.
ενέργεια ή ομιλία χωρίς προηγούμενη μελέτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχεδιασμός -οῦ, ὁ [σχεδιάζω] improvisatie.