ταξιαρχία

English (LSJ)

ἡ,
A office of taxiarch, Arist.Pol.1322b3, Polyaen.3.9.10.
II = τάξις 1.4b, Ascl.Tact.3.4, Arr.Tact.10.9, Ael.Tact.9.10.

German (Pape)

[Seite 1068] ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταξίαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ταξιαρχία:должность таксиарха Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ταξιαρχία: ἡ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ταξιάρχου, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 15, Πολύαιν. 3. 9. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταξίαρχος
(στην αρχ. Ελλ.) το έργο ή το αξίωμα του ταξιάρχου
νεοελλ.
1. στρ. σχηματισμός μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, ο οποίος αποτελείται συνήθως από 2 ή 3 συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από μοίρα ή μοίρες πυροβολικού μάχης, από μονάδες τεθωρακισμένων και μονάδες σωμάτων τεχνικού, εφοδιασμού -μεταφορών, υλικού πολέμου
2. φρ. α) «διεθνείς ταξιαρχίες» — σώματα ξένων εθελοντών που οργανώθηκαν στο Παρίσι από την Κομιντέρν και αγωνίστηκαν στην Ισπανία στο πλευρό τών Δημοκρατικών εναντίον του Φράνκο κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου 1936-1939
β) «Ερυθρές Ταξιαρχίες» — εξτρεμιστική μυστική τρομοκρατική οργάνωση αριστερής απόκλισης που έδρασε κυρίως στην Ιταλία
μσν.-αρχ.
ταξινόμηση αρχών.

Greek Monotonic

ταξιαρχία: ἡ, το έργο και το αξίωμα του ταξίαρχου, σε Αριστ.

Middle Liddell

the office of taxiarch, Arist. [from ταξίαρχος