τυλίγω

Greek Monolingual

τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α
(ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «της έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδώς», Παπαδ.
β. «ἀντίον, ἐν ᾧ τυλίσσεται τὸ ὑφαινόμενον», Ευστ.)
νεοελλ.
1. περιβάλλω κάτι με κάλυμμα, συσκευάζω («τύλιξέ τα σε ένα χαρτί»)
2. μτφ. εμπλέκω κάποιον σε πλεκτάνη, τον εξαπατώ («τήν τύλιξε και τῆς πήρε τις οικονομίες μιας ζωής»)
αρχ.
1. κάμπτω, λυγίζω
2. μτφ. διευκρινίζω, διαλευκαίνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη με κατάλ. -ίσσω αναλογικά προς το ἑλίσσω. Η σημ. του ρ. προήλθε από την έννοια του στρογγυλού, του χοντρού, που ενυπάρχει στη λ. τύλη / τύλος (πρβλ. τη σημ. «προσκεφάλι, μαξιλάρι»). Στη Νέα Ελληνική απαντούν οι τ. τυλίγω, σχηματισμένοι από τον αόρ. ετύλιξα, κατά το σχήμα ανοίγω: άνοιξα, και τυλίζω, σχηματισμένος επίσης από τον αόρ., κατά το σχ. τρίζω: έτριξα].