διαλευκαίνω
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
A whiten, Philostr.Jun.Im.12.
2 illustrate, elucidate, v.l. in Dsc.Ther.Praef.
Spanish (DGE)
1 blanquear κάτωθεν Philostr.Iun.Im.12.4.
2 fig. aclarar, esclarecer αἰτίαν Dsc.Ther.proem.p.50 (var.), πᾶν τὸ ἤδη ῥηθέν Origenes M.17.129B, τῆς ἐπικουρίας τὸν τρόπον Cyr.Al.M.69.733D, cf. M.68.212B.
German (Pape)
[Seite 587] 1) mit Weiß mischen, weiß machen. Philostr. iun. imag. 12. – 2) hell machen, erklären, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
διαλευκαίνω: ἀπολευκαίνω, ἀναμιγνύω μετὰ λευκοῦ, Φιλόστρ. 883. 2) σαφηνίζω. Εὐστ. Πονημ. 257. 66.
Greek Monolingual
(Α διαλευκαίνω)
διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω
νεοελλ.
φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» — εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης
αρχ.
1. λευκαίνω κάτι τελείως
2. αναμιγνύω με λευκό.