τύφος

Greek Monolingual

ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α
νεοελλ.
1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά.
2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων λοιμωδών ζωονόσων
3. φρ. «εξανθηματικός τύφος»
ιατρ. λοιμώδες νόσημα τοποθετούμενο στο πλαίσιο τών ρικεττσιώσεων, του οποίου υπάρχουν δύο μορφές, ο επιδημικός και ο ενδημικός
μσν.-αρχ.
υπερβολική αλαζονεία, έπαρση, κομπορρημοσύνη
αρχ.
1. ζόφος, σκοτάδι
2. (γενικά) ανοησία, μωρία
3. νάρκη και λήθαργος από πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυφ- του ρ. τύφω, -ομαι «περιβάλλω με καπνό». Για τη σημ. εξέλιξη της λ. βλ. λ. τύφω.