χεριά
Greek Monolingual
η / χερέα, ΝΜ
η ποσότητα που μπορεί να πιάσει κανείς με το χέρι, χερόλοβο, δράκα, χούφτα
νεοελλ.
1. μέτρο μήκους για τη μέτρηση νήματος
2. (τυπογρ.) σφάλμα στη σελιδοποίηση, κατά το οποίο μια ποσότητα στίχων τοποθετείται σε άλλη στήλη ή σελίδα και όχι σε εκείνην που πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι(ον), υποκορ. της λ. χείρ + κατάλ. -έα (πρβλ. συκέα). Ο νεοελλ. τ. χεριά με συνίζηση (πρβλ. συκιά)].