χρονιά

Greek Monolingual

η, Ν
1. χρονικό διάστημα ενός έτους, έτος, χρόνος
2. σχολικό έτος («έχασε τη χρονιά του» — έμεινε στην ίδια τάξη)
3. συνεκδ. συνολικό ετήσιο εισόδημα («δεν πήγε καλά η χρονιά του»)
4. φρ. α) «έφαγε της χρονιάς του» — ξυλοκοπήθηκε άγρια
β) «άκουσε της χρονιάς του» — τόν έβρισαν ή τόν προσέβαλαν πολύ
γ) «χρονιά σου και χρονιά μου» — τον ένα χρόνο εσύ, τον άλλο εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιά, μέσω ενός τ. χρονέα (πρβλ. σπαθ-έα / σπαθ-ιά). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. χρονία (ενν. περίοδος), θηλ. του χρόνιος, με συνίζηση (πρβλ. νοτιά < νοτία [ενν. πνοή)].