ψυχεινός

English (LSJ)

ψυχεινή, ψυχεινόν, cooling, fresh, Hp.Epid.1.1; opp. ἀλεεινός, X.Cyn.10.6, Oec.9.3,4, Id.Mem.3.8.9. (In codd. as of Hp. l.c. (cod. A), Thphr. CP 3.23.4 (codd. exc. Urb.), wrongly ψυχινός; ψυχεινός confirmed by Choerob. in An.Ox.2.279: Comp. ψυχεινότερα (v.l. ψυχινώτερα) Arist.Pr.965a1.)

German (Pape)

[Seite 1403] kühlend, kühl, kalt, frisch; Xen. Cyn. 10, 6; οἰκία Mem. 3, 8,9; Theophr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
frais, froid, rafraîchissant.
Étymologie: ψῦχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχεινός -ή -όν, Ion. ook ψυχινός [ψῦχος] verkoelend, fris.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχεινός: ψῦχος прохладный, холодный (οἰκία Xen.; σώματα Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που δροσίζει, δροσερός («ἧρ δὲ νότιον, ψυχεινόν», Ιπποκρ.).
επίρρ...
ψυχεινῶς Μ
δροσιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχεσ-νός(με αντέκταση) < ψῦχος + καταλ. -νός (πρβλ. φαεινός)].

Greek Monotonic

ψῡχεινός: -ή, -όν (ψύχω), δροσιστικός, δροσερός, αναψυκτικός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχεινός: -ή, -όν, ὁ ἀναψύχων, ἀναψυκτικός, δροσιστικός, δροσερός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 938, Ξεν. Κυν. 10, 6, Οἰκ. 9, 3 καὶ 4· ἐπὶ οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 8, 9. (Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, οἷον τοῖς τοῦ ἱπποκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 4, ἡμαρτημένως φέρεται ψυχινός.)

Middle Liddell

ψῡχεινός, ή, όν ψύχω
cooling, cool, fresh, Xen.