ἀνδρόω
English (LSJ)
A change into a man, Lyc.176,943.
II rear up into manhood, AP7.419 (Mel.), Plu.2.490a:—Pass., ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι = become a man, reach manhood, Hdt.1.123, 2.32, Hp.Art.58, E.HF42, Ant.Lib.13.3, etc.: metaph., διθύραμβοι ἠνδρωμένοι Macho ap.Ath.8.341c: also in Med., = συγγενέσθαι, Hsch.
III in Pass., also of a woman, have sexual relations, virum experta sum, ἠνδρώθησαν D.C.Fr.87.3; ἠνδρωμέναι Id.67.3.
German (Pape)
[Seite 219] in Männer verwandeln, σπόρον Lycophr. 943; μύρμηκες 176; zum Manne aufziehen, Τύρος με ἤνδρωσε Mel. 126 (VII, 419); τὸν παῖδα θρέψας καὶ ἀνδρώσας Plut. frat. am. 18 g. E. Häufiger pass., ἀνδρόομαι, ins Mannesalter treten, Her. 1, 123 und öfter; ἐπειδὰν ἀνδρωθῶσι, sobald sie Männer geworden, Plat. Conv. 192 a, wie ἠνδρωμένοι Eur. Herc. Fur. 42. – Aber ἀνδρωθεῖσα, vom Manne beschlafen, virum experta, Dio Cass.
French (Bailly abrégé)
ἀνδρῶ :
Act. seul. ao. ἄνδρωσα;
Pass. ao. ἀνδρώθην, pf. ἄνδρωμαι;
élever jusqu'à l'âge d'homme, former de façon à rendre homme ; Pass. arriver à l'âge d'homme, devenir homme ; se conduire en homme.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόω: делать мужем (τινα Plut., Anth.); pass. становиться мужем, мужать, достигать зрелости Her., Plat., Arst., Plut.: ἠνδρωμένοι Eur. достигшие зрелого возраста.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόω: μέλλ. -ώσω, μεταβάλλω εἰς ἄνδρα, Λυκόφρ. 176. 943. ΙΙ. ἀνατρέφω μέχρι τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, «μεγαλώνω» ἤνδρωσεν δ᾽ ἱερὰ δεξαμένη με Τύρος Ἀνθ. Π. 7. 418, Πλούτ. 2. 490Α: - Παθ., γίνομαι ἀνήρ, φθάνω εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Ἡρόδ. 1. 123., 2. 32, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 42, κτλ.: - μεταφ., διθύραμβοι ἠνδρωμένοι Μάχων παρ᾽ Ἀθην. 341C. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως καὶ ἐπὶ γυναικός, ἀνδρωθεῖσα, ἀνδρὸς πεῖραν λαβοῦσα, Λατ. virum experta, Βαλκεν. Ἱππ. 490, Gatak. εἰς Μ. Ἀντων. 1. 17· καθ᾽ Ἡσύχ. «ἀνδρωθεῖσα· ἀνδρὶ συνοικήσασα, διακορηθεῖσα». - Πρβλ. ἀδρόομαι.
Greek Monotonic
ἀνδρόω: μέλ. -ώσω (ἀνήρ),
I. ανατρέφω μέχρι την ανδρική ηλικία, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι άνδρας, φτάνω στην ανδρική ακμή, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. στην Παθ., λέγεται επίσης για γυναίκα, βρίσκομαι σε ηλικία γάμου, σε Ευρ.
Greek Monolingual
(AM ἀνδροῦμαι, ἀνδρόομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, ἀνδρόω)
(για νέο) ενηλικιώνομαι
νεοελλ.
γίνομαι ανδρείος
μσν.-αρχ.
παντρεύομαι
αρχ.
1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιον
β) προσδίδω ανδρεία
2. μέσ. έχω γενναία όψη.
Middle Liddell
ἀνήρ
I. to rear up into manhood, Anth.: —Pass. to become a man, reach manhood, Hdt., Eur.
II. in Pass. also of a woman, to be of marriageable age, Eur.