ἀνιάζω

English (LSJ)

only pres. and impf. (exc. aor.
A ἠνίᾰσα AP11.254 (Lucill.)): Ion. impf. ἀνῑάζεσκον A.R.3.1138:—Ep. Verb, grieve, distress, like ἀνιάω, c. acc. pers., ὅς κεν τοῦτον ἀνιάζῃ Od.19.323; ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀνίαζον . . Ἀχαιούς Il.23.721 (v.l. Ἀχαιοί).
II intr., to be grieved or be distressed, θυμῷ ἀνιάζων grieving at heart, Od.22.87; ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀνίαζε was grieving, growing weary, 4.460, cf. A.R.4.1347; κτεάτεσσιν ὑπερφιάλως ἀνιάζει he grieves for his goods, Il.18.300; ἐπὶ παιδί Arat.196. [ῐ metri gr. in Hom. and other Ep.]

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [jón. impf. ἀνῑάζεσκον A.R.3.1138; aor. ἠνίᾰσα AP 11.254 (Lucil.)]
1 tr. c. ac. de pers. afligir, causar daño ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀνίαζον ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς Il.23.721, ὅς κεν ἐκείνων τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος Od.19.323, Ἀφροδίτην Nonn.D.6.365.
2 intr. afligirse ὅτε δή ῥ' ἀνίαζ' ὁ γέρων Od.4.460, θυμῷ ἀνιάζων Od.22.87, cf. A.R.4.1347, κτεάτεσσιν ... ἀνιάζει se lamenta por sus bienes, Il.18.300, ἀνιάζειν ἐπὶ παιδί lamentarse por su hijo Arat.196, πληγῇ Opp.H.3.150.

German (Pape)

[Seite 236] nur praes. u. impf., 1) quälen, Od. 19, 323; langweilen, Iliad. 23, 721 ἀνίαζον ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς, v.l. ἐυκνήμιδεσἈχαιοί von Aristarch verworfen, s. Scholl. Aristonic. – 2) intransit., moleste ferre, Od. 4, 598, vgl. 460; θυμῷ ἀνιάζων, im Herzen, Od. 22, 87 Iliad. 21, 270; ὃς κτεάτεσσιν ὑπερφιάλως ἀνιάζει, wem sein Besitz zur Last ist, Iliad. 18, 300, vgl. Lehrs Aristarch. p. 88. Auch sp. D.; Opp. C. 1, 259; πληγῇ Hal. 3, 150. Das ι anceps, nach Versbedürfniß.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
1 tr. chagriner, tourmenter, acc.;
2 intr. être affligé, être tourmenté.
Étymologie: ἀνία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῑάζω: (только praes., impf. и aor. ἠνίᾰσα)
1 докучать, мучить, терзать (τινά Hom.);
2 мучиться, терзаться Anth.: ἀ. τινί Hom. сокрушаться о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάζω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἐξαιρέσει τοῦ ἀορ. ἠνίασα, Ἀνθ. Π. 11. 254): Ἰων. παρατατ. ἀνῑάζεσκον Ἀπολλ. Ρόδ.: - Ἐπ. ῥῆμα, προξενῶ ἀνίαν, λυπῶ, ὡς τὸ ἀνιάω, μετ’ αἰτ. προσ., ὅς κεν τοῦτον ἀνιάζῃ Ὀδ. Τ. 323· ἀλλ’ ὅτε δή ῥ’ ἀνίαζον ... Ἀχαιοὺς (Εὐστ. Ἀχαιοὶ) Ἰλ. Ψ. 721, ἴδε Spitzn. II. ἀμεταβ., εἶμαι τεθλιμμένος ἢ λυπημένος, αἰσθάνομαι ἀνίαν, θυμῷ ἀνιάζων, ἐνδομύχως θλιβόμενος, Ὀδ. Χ. 87· ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἀνίαζε, ἀλλ’ ὅτε ᾐσθάνετο ἀνίαν, Δ. 160· κτεάτεσσιν ὑπερφιάλως ἀνιάζει, ὑπερβολικῶς θλίβεται διὰ τὰ κτήματά του. Ἰλ. Σ. 300· ἐπὶ παιδὶ Ἄρατ. 196. [ῐ χάριν τοῦ μέτρου παρ’ Ὁμήρῳ καὶ ἑτέροις Ἐπ.].

English (Autenrieth)

(ἀνιη), ipf. ἀνιαζον: torment, annoy, weary, Il. 23.721, Od. 19.323; usually intrans., be tormented, wearied; θῦμῷ ἀνῖάζων, agonized at heart, of the mortally wounded Eurymachus, Od. 22.87; similarly Il. 21.270, Od. 4.460; often weakened colloquially, ἠδή μοι ἀνῖάζουσιν ἑταῖροι, ‘are worrying’ by this time, Od. 4.598; ironically, Il. 18.300.

Greek Monolingual

ἀνιάζω (Α) ανία
1. (μτβ.) θλίβω, στενοχωρώ
2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι.

Greek Monotonic

ἀνιάζω: [ῐ], αόρ. αʹ ἠνίᾰσα·
I. θλίβω, στενοχωρώ, με αιτ. προσ., σε Όμηρ.
II. αμτβ., είμαι θλιμμένος ή στενοχωρημένος, αισθάνομαι λύπη, θλίψη, στον ίδ.· με δοτ., για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

I. to grieve, distress, c. acc. pers., Hom.
II. intr. to be grieved or distressed, feel grief, Hom.; c. dat. at or for a thing, Il.