ἀπενιαυτίζω
English (LSJ)
A go into banishment for a term of years, X.Mem.1.3.13, Nic.Dam. p.18 D., Philostr.VA1.13; ἐνιαυτοὺς τρεῖς ἀ. Pl.Lg.868d.
II outlive the year after a thing, D.C.46.49.
Spanish (DGE)
1 marchar al exilio por un año σοὶ ... συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι X.Mem.1.3.13, cf. Nic.Dam.13, Philostr.VA 1.13.
2 sobrevivir un año οὐδεὶς γὰρ ... συνάρχοντά τινα καταλύσας ἀπενιαύτισεν D.C.46.49.2, cf. 75.16.4.
German (Pape)
[Seite 286] 1) = ἀπενιαυτέω, Xen. Mem. 1, 3, 13; Philostr.; Suid. ἐνιαυτῷ φυγεῖν τὴν πατρίδα. – 2) ein Jahr überleben, oder noch ein Jahr leben, Dio Cass. 46, 49.
French (Bailly abrégé)
1 être exilé pour un an;
2 survivre un an.
Étymologie: ἀπό, ἐνιαυτός, -ιζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπενιαυτίζω: Xen. = ἀπενιαυτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενιαυτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀπέρχομαι εἰς ἐξορίαν ἐπὶ ἕν ἔτος, «ἀπενιαυτίσαι δέ, τὸ φυγεῖν ἔτος, ἤ παύσασθαί τινος ἐπὶ ἐνιαυτὸν» Πολυδ. Α΄, 58, σοὶ δέ, ω Κριτόβουλε, συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· οὕτως ἐν Πλάτ. Νόμ. 866C, ἡ Ἀλδ. ἔκδ. ἔχει ἀπενιαυτισάτω (ἀλλ’ ἕτερα χειρόγραφα -ησάτω), ἐνῷ ἐν 868C, πάντα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ἀπενιαυτεῖν: ἴδε Μύλλερον εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. §44. ΙΙ. ζῶ μετὰ συμβεβηκός τι ἄλλο ἕν ἔτος, ἐπιζῶ, ἕν ἔτος, Δίων Κ. 46. 49.
Greek Monolingual
ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)
1. εξορίζομαι για ένα έτος
2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].