ἀπονοέομαι
English (LSJ)
A have lost all sense,
1 of fear, to be desperate, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι X.HG6.4.23; ταῖς γνώμαις Plb.16.31.1; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Th.7.81, cf. X.HG7.5.12.
2 of shame or duty, ἀπονενοημένος abandoned fellow, Thphr. Char. 6.1, cf. Isoc.8.93, D.19.69:—later in Act., make desperate, J.AJ18.1.6.
German (Pape)
[Seite 317] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. ἀπονενοημένως.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
perdre la raison, avoir l'esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.
Étymologie: ἀπό, νοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονοέομαι: терять самообладание, приходить в отчаяние; ἀπονενοημένος Thuc., Xen. отчаянный, отчаянно храбрый, но тж. Isocr. отчаянный, пропащий, негодный; ἀπονοηθέντες διεμάχοντο Xen. они сражались отчаянно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονοέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. (νοέω): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. ἀπονενοημένως. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, αἰσχρός· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ παντοποιός. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: ἀλαζονεύομαι, Ἰω, Χρυσ.
Greek Monotonic
ἀπονοέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ενοήθην, παρακ. -νενόημαι· αποθ.· (νοέω)· χάνω το νου μου, λέγεται·
1. για φόβο, πέφτω σε απελπισία, σε απόγνωση, σε Ξεν.· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.
2. για άνθρωπο αναίσχυντο, ἀπονενοημένος, πρόστυχος, αισχρός, «το χαμένο κορμί», σε Θεόφρ.
Middle Liddell
νοέω
Dep. to have lost all sense,
1. of fear, to be desperate, Xen.; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Lat. perditi, Thuc.
2. of shame, ἀπονενοημένος an abandoned fellow, Theophr.