ἀστραβής
English (LSJ)
ἀστραβές, = ἀστραφής, not twisted, straight, steadfast, Τροίας κίων (i.e. Hector) Pi.O.2.90; γένυες Hp.Art.31; τρίγωνον Pl.Ti.73b; τὸ σῶμα ποιεῖν ἀ. Arist.Pol.1336a12; βάσεις IG7.3073.104 (Lebad.); of timber, Thphr. HP 3.9.2: Comp., ib.5.1.11: Sup., ib.5.3.5; rigid, stiff, ἀ. ἐντέταται Aret.SA1.6. Adv. ἀστραβῶς Ael.NA2.11.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰβής) -ές
1 no torcido, derecho, recto Ἕκτορα ..., Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα Pi.O.2.82, αἱ γένυες Hp.Art.31, ὁ τρίγωνος Pl.Ti.73b, σῶμα Arist.Pol.1336a12, βάσεις IG 7.3073.104 (Lebadea II a.C.), de la madera, Thphr.HP 3.9.2, 5.1.11, cf. Hsch.
•rígido ὁ ἄνθρωπος Aret.SA 1.6.1
•fig. fijado, establecido τὸ μέλος Aristox.Harm.53.3, Plu.2.3e, κανών Plu.2.780b.
2 adv. -ῶς sin torcerse γράφοντα ... ἀ. Ael.NA 2.11, cf. Poll.6.205.
• Etimología: Rel. στραβός, στρεβλός q.u. c. ἀ- privativa.
German (Pape)
[Seite 376] (eigtl. = ἀστραφής), ές, unerschüttert, κίων Pind. Ol. 2, 90; τρίγωνον, gerade, Plat. Tim. 73 b; nicht zu biegen, καὶ ἀδιάστροφος κανών Plut. ad princ. inerud. 2. – Adv., neben ἀτρέπτως Ael. H. A. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰβής:
1 неискривленный, прямой (τρίγωνον Plat.; σῶμα Arst.; κανών Plut.);
2 непоколебимый, незыблемый (κίων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰβής: -ές, = ἀστραφής, μὴ ἐστραμμένος, μὴ στραβός, εὐθύς, ἀκλόνητος, κύων Πινδ. Ο. 2. 146· γένυες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 798· τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 73Β· τὸ σῶμα ποιεῖν ἀστρ. Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· ἐπὶ ξύλων, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 9, 2· εὐθύς, ἄκαμπτος, ἀστρ. ἐντέταται Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1, 6, - Ἐπίρρ. -βῶς Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.
English (Slater)
ἀστρᾰβής unswerving, steadfast Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα (O. 2.82)
Greek Monolingual
ἀστραβής, -ές (Α)
1. ο ευθύς, ο ίσιος
2. ο σταθερός, ο ακλόνητος
3. ο άκαμπτος, ο ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. συνδέεται με τους τ. στραβός, στρεβλός, στρόβιλος με α- στερητικό, ενώ κατ' άλλους είναι πιθ. ως στερητικό επίθετο σε -ης είτε να προέρχεται από ένα ουδέτερο θέμα σε -ς (στράβος) είτε απευθείας από ανάλογο ρήμα].
Greek Monotonic
ἀστρᾰβής: -ές, = ἀ-στραφής, αυτός που δεν είναι στραβός, ίσιος, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: straight, steadfast, rigid (Pi.).
Derivatives: ἀστραβαλίζειν ὁμαλίζειν, εὑθύνειν H. ἀστραβιστήρ. ὄργανόν τι ὡς δίοπτρον H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Generally assumed to belong to στραβός squinting(?), στρεβλός twisted, crooked, etc. with α privat.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἀστραβής: -ές
{astrabḗs}
Meaning: gerade, fest (Pi., Hp., Pl., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἀστραβίζειν· ὁμαλίζειν, εὐθύνειν H. mit ἀστραβιστήρ. Erweiterte Form ἀστραβαλίζειν (EM), nach den Verba auf -αλίζειν (τροχαλίζειν u. a.).
Etymology: Zu στραβός (s. d.), στρεβλός, στρόβιλος usw. Das jedenfalls privative Adjektiv kann entweder von einem neutralen s-Stamm oder direkt von einem Verb ausgehen.
Page 1,172