ἄμητος

English (LSJ)

ὁ, (ἀμάω) reaping, harvesting, Il. 19.223.
2. harvest, harvest time, Hes. Op. 384, 575, Hdt. 2.14, 4.42, Hp. Epid. 6.8.19, Thphr. HP 3.4.4, ARh. 3.418, etc.
ΙI. crop, harvest gathered in, or field when reaped, DP. 194, Arat. 1097; with another Subst., ληΐοιο ἀμήτοιο Opp. C. 1.527; metaph, of a beard, AP 11.368 (Jul.).
(Gramm. distinguish ἄμητος i from ἀμητός ii, the latter being regarded as Adj. (sc. σῖτος), cf. Hdn. Gr. 1.220, but Ammon. reverses the distinction.)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀμητός Hp.Epid.6.8.19, Thphr.HP 3.4.4, ἄμητος καὶ ἀμητὸς διαφέρει. ἄμητος μὲν ... σημαίνει αὐτὰ τὰ θερίσματα, τοῦτ' ἔστι τὸν καρπόν· ὀξυτόνως δὲ ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ Ammon.Diff.38, pero cf. Hdn.Gr.1.220
• Prosodia: [ᾱ-]
1 siega ὥρῃ ἐν ἀμήτου, ὅτε τ' ἠέλιος χρόα κάρφει Hes.Op.575, cf. 384, δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R.3.418, ἐν ἀμητῷ Str.1.2.4, οὐκ ἔσται ἀροτρίασις οὐδὲ ἄ. LXX Ge.45.6, cf. 4Re.19.29, Is.18.4, πρὸς ἄμητον ἤδη τῶν καρπῶν ἀκμαζόντων I.AI 5.295, cf. 2.83, ἀμητὸς ἐλπίδων πλήρης Babr.11.7 (ap. crít., pero cf. 3).
2 c. verbos de ‘esperar’, giros preposicionales temp. o gen. abs. tiempo de la siega τὸν ἄμητον ... μένει Hdt.2.14, μένεσκον τὸν ἄ. Hdt.4.42, ἀμφὶ ἀμητόν Hp.Epid.6.8.19, ἀμήτου δὲ γενομένου I.AI 5.324, ἀμήτου ... ἀποφανέντος I.AI 15.312, ἐν ἀμητῷ Sm.Pr.6.8, 10.5.
3 cosecha πλείστην μὲν καλάμην ... ἄμητος δ' ὀλίγιστος Il.19.223, τέρμινθος δὲ περὶ πυροῦ ἀμητὸν ... ἀποδίδωσι Thphr.HP 3.4.4, περιδείδιε δ' αἰνῶς ἀμητῷ Arat.1097, cf. 1061, ἐὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητόν LXX De.24.19, νήιδες ἀσταχύων καὶ ἀπευθέες ἀμήτοιο D.P.194, (γενηματοφύλακες) οἱ διατηρήσουσιν τὸν ... ἀμητόν PSI 490.7 (III d.C.)
como adj. οἵη δ' ἐκ ληΐοιο φέρει θέρος ἀμητοῖο Opp.C.1.527
fig. ἄμητον βίου καλὸν καὶ εὐδαίμονα ἐκκαρπώσονται Max.Tyr.5.8, ἄμητος ... ἰχθύων Ael.NA 10.43, ἄρσενος ἀμητοῖο θαλύσιον Nonn.D.25.316, ἀμητὸς πολύς ἐστι τεὴν κατὰ δάσκιον ὄψιν de la barba AP 11.368 (Iul.Antec.).
4 rastrojera Al.Le.25.5.
• Etimología: Cf. 1 ἀμάω.

German (Pape)

[Seite 123] ὁ (ἀμάω), 1) das Abmähen, die Erndte, Erndtezeit; Hom. einmal, Iliad. 19, 223 φυλόπιδος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, Viele fallen, in kurzer Zeit; – Hes. O. 575 ὥρῃ ἐν ἀμήτου, 384 ἄρχεσθ' ἀμήτου; Her. 2, 14. 4, 42. – 2) ἀμητός, eigtl. adj. verb. von ἀμάω, die eingeerndtete Frucht, Arat. Dios. 1097 (κενεὸς καὶ ἀχυρμιός), Opp. Cyn. 527; Iul. Ant. 2 (XI, 368) ἀμητος πολύς ἐστιν, es ist viel zu erndten. Vgl. über den Accentunterschied Spitzner zur ll. exc. XXX.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson.
Étymologie: ἀμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμητος: (ᾱ) ὁ
1 уборка урожая, жатва Hes.; перен. резня Hom.;
2 время жатвы Hes., Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμητος: [ᾱ], ὁ, (ἀμάω) ὁ θερισμός, Ἰλ. Τ. 223 (ἔνθα κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) θέρος, ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς μετὰ τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ τρυγητός, σπόρητος καὶ σπορητός, κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ λέξις εἶναι οὐσιαστ., καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ γράφηται ἄμητος· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. σημασία εἶναι ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, σῖτος) καὶ ἑπομένως ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.

English (Autenrieth)

(ἆμάω): reaping, harvest, metaph., Il. 19.223†.

Greek Monolingual

ἄμητος, ο (Α) ἀμῶ
1. ο θερισμός
2. η εποχή του θερισμού, το θέρος.
ο (Α ἀμητός) ἀμῶ
1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό
2. ο θεριζόμενος καρπός
νεοελλ.
1. κάθε συγκομιδή
2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών.

Greek Monotonic

ἄμητος: ή ἀμητός[ᾱ], ὁ (ἀμάω),
I. 1. θερισμός, θέρος, συγκομιδή, τρύγος, σε Ομήρ. Ιλ. (μεταφ. λέγεται για τη σφαγή).
2. θερισμός, η εποχή του θερισμού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
II. σοδειά ή συγκομιδή που θερίστηκε, Λατ. seges, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀμάω
I. a reaping, harvesting, Il. (metaph. of slaughter).
2. harvest, harvest time, Hes., Hdt.
II. the crop or harvest reaped, Lat. seges, Anth.