ἄναρχος

English (LSJ)

ἄναρχον,
A headless, without head, without leader, without chief, Il.2.703; ναυτικὸν στράτευμ' ἄναρχον E.IA914, cf. Hec. 607; ἄναρχα ζῷα, opp. τὰ ὑφ' ἡγεμόνα ὄντα, Arist.HA488a11: τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, A Eu.696.
2 ἔτος ἄναρχον = a year without any regular magistrates, GDI5635 (Teos).
II Act., holding no office or holding no magistracy, prob. l. Arr.Epict.4.6.3.
b not qualified to hold office, Max. Tyr. 21.5 (Sup., s.v.l.).
III without beginning, beginningless, Parm.8.27, Ocell. 1.2, S.E.M.7.312; κύκλος ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος Procl.Inst.146; ἄναρχος δίκη PLips.33 ii 5 (iv A. D.).
b without first principles, S.E.M.1.180.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene jefe, falto de jefe ἄναρχοι ἔσαν Il.2.703, στράτευμα E.IA 914, θρέμμα ἄναρχον animales sin guardián Pl.Lg.639a, ἄναρχον μηδένα εἶναι, μήτ' ἄρρενα μήτε θήλειαν Pl.Lg.942a, (ζῷα) τὰ μὲν ὑφ' ἡγεμόνα ἐστὶ τὰ δ' ἄναρχα Arist.HA 488a11.
2 subst. τὸ ἄναρχον = anarquía A.Eu.696.
3 durante el que no hay magistrados ἔτος GDI 5635 (Teos).
II que no tiene cualidades para mandar ὁ στρατηγὸς ἐξίσταται τῆς ἀρχῆς τοῖς ἀναρχοτάτοις; Max.Tyr.15.5.
III 1que no tiene principio, sin comienzo del ser ἄναρχον ἄπαυστον Parm.B 8.27, ἄναρχον ἄρα καὶ ἀτελεύτητον τὸ πᾶν Ocell.1.3, κατάληψις S.E.M.7.312, κύκλος Procl.Inst.146
de libros falto del comienzo Papp.1116.6, τὰ βιβλία ... ἔξω ἀνάρχων καὶ διεφθωρότων (sic) καὶ σητοβρότων SB 7404.28 (II d.C.), δίκη PLips.33.2.5 (IV d.C.)
sin proemio ποίημα Ach.Tat.Fr.3 (p.81).
2 que carece de principios primeros τέχνη S.E.M.1.180.
3 adv. ἀνάρχως = sin comienzo, sin principio πνεῦμα ἀνάρχως καὶ ἀχρόνως τὸν υἱὸν ἐγέννησεν Epiph.Const.Haer.69.36, cf. Clem.Al.Strom.7.2.7.

German (Pape)

[Seite 206] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; τάξις Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans chef, sans maître ; τὸ ἄναρχον ESCHL c. ἀναρχία.
Étymologie: , ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἄναρχος:
1 никому не подвластный, не имеющий начальников, никем не управляемый (τάξις Aesch.; στράτευμα Eur.; ζῷα Arst.);
2 не имеющий начала, безначальный (κίνησις Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἄνευ ἀρχῆς ἢ ἀρχηγοῦ, Ἰλ. Β. 703· ναυτικὸν στράτευμ’ ἄν. Εὐρ. Ι. Α. 914, πρβλ. Ἑκ. 607· ἄν. ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὑφ’ ἡγεμόνα ὄντα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 25: - τὸ ἄναρχον = ἡ ἀναρχία Αἰσχύλ. Εὐμεν. 696. 2) ἔτος ἄναρχον, ἔτος ἄνευ τῶν συνήθων τακτικῶν ἀρχόντων, Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3064. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων ἀρχήν τινα ἢ ὑπούργημα, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 3. 2) ὁ ἄνευ ἀρχῆς, Παρμενίδ. 83, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 312, περὶ θεοῦ, τὸν ἄναρχον θεὸν Κλήμ. Ἀλεξ. 638, κτλ., πρβλ. Suicer. 3) ἄνευ τῶν πρώτων ἀρχῶν, Σέξτ. Ἐμπ. 641, 10 καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀνάρχως, ἄνευ ἀρχῆς, τ. ἔ. ἐξουσίας, ἢ τοῦ κύρους αὐτῆς, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. 3. σ. 578. - Ἡ σημασία αὕτη δὲν ἐσημειώθη ἐν τῷ Θ. Στ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναρχος, -ον)
1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό
2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα
3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον
η αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -αρχος < άρχω.
ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι].

Greek Monotonic

ἄναρχος: -ον (ἀρχή), αυτός που δεν έχει κεφάλι, αρχή ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, σε Αισχύλ.

English (Woodhouse)

anarchic, disorderly, lawless