ἄπαις
English (LSJ)
αιδος, ὁ, ἡ,
A childless, Hdt.6.38, S.Fr.4; τὰς ἄπαιδας οὐσίας, perhaps childless estate, dub.l. in Id.Tr.911:—often c. gen., ἄ. ἔρσενος γόνου without male heirs, Hdt.1.109 (so ἄ. alone, 5.48,67); ἀ. ἔρσενος καὶ θήλεος γόνου Id.3.66; τέκνων ἄπαιδα E.Supp.810; ἄ. ἀρρένων παίδων And.1.117, X.Cyr.4.6.2; ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν Pl. Lg.925c.
II Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες children of Night, yet children none, dub. l. in A.Eu.1034.
Spanish (DGE)
-δος
1 que no tiene hijos de las Erinis Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες A.Eu.1034, de Atenea, Telest.1.a6
•gener. de pers. sin descendencia Stesich.104.16S. (dud.), A.A.754, Hdt.6.38, S.Fr.4, Is.1.4, 2.10, 23, Isoc.19.41, D.44.12, 24, Arist.Fr.504, γραῦς E.Cyc.306, Hec.810, γέρων E.Fr.76, δόμος E.IT 697
•c. gen. ἄ. ἔρσενος γόνου Hdt.1.109, ἔρσενος καὶ θήλεος γόνου Hdt.3.66, cf. 7.205, ἄ. ἀρρένων παίδων And.Myst.117, Isoc.12.126, X.Cyr.4.6.2, D.C.69.21.1, ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν Pl.Lg.925c.
2 que no tiene descendencia masculina Hdt.5.48, 67.
3 que se ha quedado sin hijos τέκνων ἄ. E.Supp.810.
German (Pape)
[Seite 275] αιδος, 1) kinderlos, τοκέες Aesch. Pers. 572 u. öfter; οὐσία, ohne rechtmäßige Erben, Soph. Tr. 907; τέκνων Eur. Suppl. 35; ἔρσενος γόνου, ohne männliche Nachkommen, Her. 1, 109; vgl. 3. 66; ἀῤῥένων παίδων Andoc. 1, 117; vgl. Plat. Legg. XI, 925 c; γνησίων παίδων Is. 3, 1. – 2) Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες Aesch. Eum. 987, alte Töchter der Nacht, die nicht mehr Kinder sind.
French (Bailly abrégé)
ἄπαιδος (ὁ, ἡ)
sans enfants ; ἄπαις ἔρσενος γόνου HDT ou ἀρρένων παίδων XÉN sans enfants mâles ; παῖδες ἄπαιδες ESCHL enfants qui n'enfantent pas, càd stériles.
Étymologie: ἀ, παῖς.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαις: παιδος adj.
1 бездетный, не имеющий наследников (τοκέες Aesch.; ἄ. τε κἀγύναιξ Soph.): ἄ. ἔρσενος γόνου Her. и ἄ. ἀρρένων παίδων Xen., Isocr. не имеющий мужского потомства; ἄ. οὐσία Soph. имущество без наследников;
2 переставший быть ребенком, состарившийся: Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες Aesch. древние дети Ночи (эпитет Эриний).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαις: ἄπαιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ παιδός, ἄτεκνος, Ἡρόδ. 6. 38, Σοφ. Ἀποσπ. 5· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, ἴσως, περιουσίας ἄνευ κληρονόμου, ὁ αὐτ. Τρ. 911 (εἰ ὁ στίχος γνήσιος): - Συχνάκις μετὰ γεν. ἄπ. ἔρσενος γόνου, ἄνευ ἀρρένων κληρονόμων, Ἡρόδ. 1. 109, πρβλ. 5. 48· ἀπ. ἔρσενος καὶ θήλεος γόνου ὁ αὐτ. 3. 66· τάλαιναν, τέκνων ἄπαιδα Εὐρ. Ἱκ. 810· ἄπ. ἀρρένων παίδων Ἀνδοκ. 15. 36, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν Πλάτ. Νόμ. 925C. ΙΙ. Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, τέκνα τῆς Νυκτὸς καὶ ὅμως οὐδόλως τέκνα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1034, πρβλ. 69.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)
όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)
αρχ.
1. χωρίς παιδιά
2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)
β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)
γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)
δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).
Greek Monotonic
ἄπαις: ἄπαιδος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που δεν έχει φυσικά τέκνα, ο άτεκνος, ο άκληρος, σε Ηρόδ.· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, η περιουσία που δεν έχει κληρονόμους να την καρπωθούν, σε Σοφ.· με γεν., ἄπαις ἔρσενος γόνου, αυτός που δεν έχει άρρενες κληρονόμους, σε Ηρόδ.· τέκνων ἄπαιδα, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, τα φυσικά τέκνα της Νύχτας, που όμως δεν είναι καθόλου τέκνα, είναι δηλ. ανυπόστατα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. childless, Hdt.; τὰς ἄπαιδας οὐσίας her childless estate, Soph.:—c. gen., ἄπ. ἔρσενος γόνου without male heirs, Hdt.; τέκνων ἄπαιδα Eur.; etc.
II. Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες children of Night, yet children none, Aesch.
Translations
childless
Azerbaijani: sonsuz, övladsız, oğul-uşaqsız; Belarusian: бяздзетны; Bulgarian: бездетен; Catalan: sense fills; Chinese Mandarin: 沒有兒女的, 没有儿女的, 無子女的, 无子女的, 無兒無女的, 无儿无女的; Czech: bezdětný; Danish: barnløs; Dutch: kinderloos; Esperanto: seninfana; Finnish: lapseton; French: sans enfants; German: kinderlos; Gothic: 𐌿𐌽𐌱𐌰𐍂𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: ἀγενής, ἄγονος, ἄπαις, ἀτέκμων, ἄτεκνος, ὀρφανός; Hungarian: gyermektelen; Interlingua: sin infantes; Irish: gan chlann, gan chúram, gan leanbh; Japanese: 子供のいない; Kurdish Northern Kurdish: bêzarok; Lithuanian: bevaikis; Macedonian: бездетен; Maori: huatea, huamutu; Middle English: childles, barnles; Norwegian Bokmål: barnløs, barnlaus; Nynorsk: barnlaus; Old English: bearnlēas; Polish: bezdzietny, bezpotomny; Portuguese: sem filhos; Russian: бездетный; Slovak: bezdetný; Spanish: sin hijos; Swedish: barnlös; Turkish: çocuksuz; Ukrainian: безді́тний