ἐκτομή

English (LSJ)

ἡ, (ἐκτέμνω)
A cutting out, excision, Plu.Alc.16 (pl.): metaph., ἡδονῶν, λόγου, Ph.1.450,170; cutting off, καρπῶν Porph. ap.Eus.PE3.11.
2 castration, Hdt.3.48,49, Pl.Smp. 195c (pl.), etc.
b circumcision of women, Str.16.2.37.
II segment, Plu. Num.13; ἐκτομὴ γῆς sod, Id.Pomp.41 (pl.).
2 cutting, κρημνώδης Id.Flam.3.
3 excision in woodwork, Ph.Bel.64.27 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1corte, mutilación
a) de los órganos sexuales masc. castración παῖδας ... ἀπέπεμψε ... ἐπ' ἐκτομῇ Hdt.3.48, 49, cf. Ath.266e, τοῦ Οὐρανοῦ Acusilaus 4, cf. Aristid.Or.46.17, οὐ γὰρ ἂν ἐκτομαὶ οὐδὲ δεσμοὶ ... ἐγίγνοντο Pl.Smp.195c, πατέρων ἐκτομαί Isoc.11.38, de un toro, Arist.GA 717b3, cf. Luc.Asin.34;
b) de los órganos sexuales fem. ablación del clítoris, Str.16.2.37;
c) de otras partes del cuerpo ἐ. τῶν χειρῶν como castigo, Iust.Nou.134.13.
2 corte, siega τῶν τελείων καρπῶν Porph.Fr.358.29.
3 fig. separación ἡδονῆς καὶ παθῶν del alma, Ph.1.450
privación λόγου de los seres irracionales, Ph.1.170, del alma estéril, Gr.Naz.M.36.352D.
4 cirug. escisión, extirpación de órganos o tejidos τῆς μήτρας Orib.24.31.28, τῆς κορυφῆς τοῦ σταφυλώματος Aët.7.37, ἀρίστη δὲ θεραπεία ἐστὶν αὐτῶν ἡ ἐ. Hippiatr.20.2.
5 cirug. incisión (ἀγγείων) para efectuar una sangría Ophth.Fr.Pap.4.123.
II concr.
1 n. de dif. formas de corte o abertura: en la cubierta de una trirreme ἐκτομαί καταστρωμάτων ἐν ταῖς τριήρεσιν Plu.Alc.16
escotadura ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς tiene una escotadura de línea sinuosa ref. al escudo de los salios, Plu.Num.13
muesca en la madera, Ph.Bel.64.27
tajo, corte producido por la corriente de un río en la tierra κρημνώδης καὶ στενή Plu.Flam.3.
2 pedazo, pieza ἐκτομὴ τῆς γῆς = terrón de tierra Plu.Pomp.41.
3 parte proporcional, cantidad, cuotaἐπιμήνιος ἐκτομή = la cuota mensual de piezas de tejido que deben ser servidas PTeb.703.113, cf. 95 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 782] ἡ, das Ausschneiden, der Ausschnitt; Plut. Alc. 16; γῆς Pomp. 41, ein ausgeschnittenes Stück. – Gew. das Verschneiden; Her. 3, 48; Plat. Conv. 195 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 coupure, entaille, ouverture;
2 amputation, castration.
Étymologie: ἐκτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτομή:
1 вырез (καταστρωμάτων ἐν ταῖς τριήρεσιν Plut.): ἐ. κρημνώδης καὶ στενή Plut. узкая тропа, высеченная в скалах: τῆς γῆς ἐκτομαί Plut. куски дерна; ἐκτομὴν ἔχειν γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Plut. иметь вид прерывистой спирали;
2 оскопление, кастрация Her., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτομή: ἡ, (ἐκτέμνω) τὸ ἐκτέμνειν, ἐκκοπή, Πλουτ. Ἀλκ. 16. 2) εὐνουχισμός, Ἡρόδ. 3. 48, 49, Πλάτ. Συμπ. 195C, κτλ. ΙΙ. σχῆμα, κόψιμον, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Πλουτ. Νουμ. 13· ἐκτ. γῆς, τεμάχιον γῆς κεκομμένον μετὰ τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ χόρτου, χορτόπλινθος, ὁ αὐτ. Πομπ. 41.

Greek Monolingual

η (AM ἐκτομή)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτέμνω, αποκοπή, εξαγωγή με τομή
2. ευνουχισμός, εκτόμηση
νεοελλ.
ιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου οργάνου ή παθολογικού σχηματισμού
αρχ.
1. τμήμα, τεμάχιο
2. το άνοιγμα ή το σχήμα που δημιουργείται από την αποκοπή κομματιού από ένα σώμα
3. περιτομή γυναικών
4. (σχετικά με καρπό) μάζεμα, κόψιμο.

Greek Monotonic

ἐκτομή: ἡ (ἐκτεμεῖν)·,
I. 1. εγκοπή, αποκοπή, σε Πλούτ.
2. ευνουχισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. απόκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐκτομή, ἡ, [ἐκτεμεῖν]
I. a cutting out, Plut.
2. castration, Hdt., etc.
II. a segment, piece, Plut.

Translations

amputation

Afrikaans: amputasie; Arabic: ⁧بَتْر⁩, ⁧قَطْع⁩; Armenian: անդամահատում, անդամահատություն; Belarusian: ампутацыя; Bulgarian: ампутация; Catalan: amputació; Chinese Mandarin: 截肢, 切斷/切断; Czech: amputace; Dutch: amputatie; Esperanto: amputado; Finnish: amputaatio; French: amputation; Galician: amputación; Georgian: ამპუტაცია; German: Amputation; Greek: ακρωτηριασμός; Ancient Greek: ἀκρωνία, ἀκρωτηριασμός, ἀποκοπά, ἀποκοπή, ἀπόκοψις, ἀποτομά, ἀποτομή, ἀφαίρεσις, διάκρισις, ἐκκοπή, ἔκκοψις, ἔκτμησις, ἐκτομή; Haitian Creole: anpitasyon; Hebrew: ⁧כריתה⁩; Hungarian: amputálás; Icelandic: aflimun; Indonesian: amputasi; Irish: teascadh; Italian: amputazione; Japanese: 切断; Korean: 절단(切斷) / 절단(截斷); Macedonian: ампутација; Malayalam: അംഗച്ഛേദനം; Maori: poronga, pōutonga; Navajo: atsʼáozʼaʼ kʼégéésh; Polish: amputacja; Portuguese: amputação; Romanian: amputare, amputație; Russian: ампутация; Sardinian Gallurese Sardinian: mutzatura; Serbo-Croatian Cyrillic: ампутација; Roman: amputacija; Slovak: amputácia; Slovene: amputacija; Spanish: amputación; Swedish: amputation; Tagalog: paggapong; Turkish: ampütasyon; Ukrainian: ампутація; Welsh: trychiad; West Frisian: amputaasje