ἐμφύσημα

English (LSJ)

-ατος, τό, an inflation of the stomach, peritoneum, or cellular tissue, mostly of the stomach, Hp.Epid.3.17.ιγ, Gal.19.132; swelling of the eye, Dem.Ophth. ap. Aët.7.14; of the knee, Gal.12.203.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I medic.
1 hinchazón de carácter patológico, enfisema, inflamación ἐ. κακόν Hp.Epid.3.17.13, ὁ δὲ μετ' ἐμφυσημάτων (ὕδρωψ) Hp.Acut.(Sp.) 52, cf. 55, Erot.90.5, Dsc.3.146.1, Gal.19.132
frec. acompañado de edema y producido por aire, acumulación de humores o magulladuras, Gal.5.677, 18(2).786, Aët.16.112, Orib.45.22.1, Aët.15.2, Paul.Aeg.4.28, Hippiatr.47.2.
2 tumor o quiste en el ojo ἡ ... πάγχρηστος ὑγρὰ πρὸς ἐμφυσήματα κνησμώδη Aët.7.101, cf. Alex.Trall.Oc.142, ἐ. ὄγκος ἐστὶν οἰδηματώδης τοῦ βλεφάρου Paul.Aeg.3.22.8.
II crist.
1 soplo, soplido en exorcismos τὸ ἁπλοῦν ἐ. τοῦ ἐπορκίζοντος, πῦρ γίνεται τῷ μὴ φαινομένῳ el simple soplo del exorcista se hace fuego para el (enemigo) invisible Cyr.H.Catech.16.19.
2 soplo, insuflación como hálito divino ἡ μὲν ψυχή ἐστιν ἄφθαρτος, μέρος οὖσα τοῦ θεοῦ καὶ ἐ. Iust.Phil.Fr.107.304, cf. Adam.Dial.70.12, Cyr.Al.Mt.81.2, Io.Caes.5.2.206
del Espíritu Santo espiración ἡ γραφὴ ... τὸ ἅγιον πνεῦμα ἐ. τοῦ θεοῦ λέγει Ath.Al.M.26.1020A, cf. Ammon.Io.631.4, τὸ ἴδιον αὐτοῖς πνεῦμα διδοὺς δι' ἐμφανοῦς ἐμφυσήματος entregándoles su propio Espíritu mediante un soplo visible Cyr.Al.M.74.716A.

German (Pape)

[Seite 820] τό, das Eingeblasene, a) bei Medic. Blähung, u. eine Luft enthaltende Geschwulst zwischen Fleisch u. Haut. – b) bei K. S. heiliger Geist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφύσημα: τό, φούσκωμα, πρήξιμον τοῦ στομάχου ἢ ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος, «τὸ ἐμφύσημα πνεῦμά ἐστι φυσῶδες ποτὲ μὲν ἐπὶ τῷ δέρματι, ποτὲ δὲ ὑπὸ τοῖς περιοστέοις ὑμέσιν ἢ τοῖς τοὺς μῦς περιέχουσιν ἀθροιζόμενον, ποτὲ δὲ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τοῦ περιτοναίου μεταξύ, καὶ ποιεῖ τοὺς τυμπανίας ὑδέρους», κτλ., Θεοφ. Νόνν. τ. 2. σ. 267, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1111, κ. ἀλλ., καθ’ Ἡσύχ. «πάθος περὶ τοὺς ὀφθαλμούς». ΙΙ. ἐπίπνευσις τοῦ ἁγ. Πνεύματος, θεοπνευστία, Κλήμ. Ἀλ. 603, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

το (AM ἐμφύσημα)
νεοελλ.
διήθηση οργάνου από διείσδυση αέρα («εμφύσημα πνευμόνων ή πνευμονικό», υποδόριο ή μεσαυλικό, οξύ ή χρόνιο»)
μσν.
1. «θεῖον ή Θεοῦ ἐμφύσημα» — η επίπνευση του Αγίου Πνεύματος, η θεοπνευστία
2. πνοή.
αρχ.
διόγκωση, πρήξιμο, φούσκωμα κάποιου μέρους του σώματος.