ἐναυλίζω
English (LSJ)
I intr., dwell in or abide in a place, S. Ph. 33; νύκτ' ἐναυλίσαι μίαν prob. in E. Hyps. Fr. 3 (1). i8.
II Med., take up one's quarters during the night, νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται [ἐν τῷ νηῷ] Hdt. 1.181; ἐν Τανάγρῃ νύκτα ἐναυλισάμενος Id. 9.15; especially of soldiers, take up night-quarters, bivouac, Th. 3.91, 4.54, 8.33, X. An. 7.7.8, etc.; ἐν τῇ γῇ GDI 5597.14 (Ephesus, iii BC).
III metaph, of diseases, lodge, ἐν τῷ στήθει Hp. Nat. Hom. 12.
Spanish (DGE)
1 gener. c. ac. temp. νύκτα o equiv. recogerse para la noche, pernoctar al abrigo en un lugar νύκτ' ἐ[ναυλίσ] αι μίαν E.Fr.752d.8 (cj.)
•en v. med. mismo sent. νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται Hdt.1.181
•esp. de ejércitos pernoctar, vivaquear, acampar ἐν Τανάγρῃ δὲ νύκτα ἐναυλισάμενος Hdt.9.15, ἡμέραν αὐτόθι καὶ νύκτα ἐναυλίσασθαι D.H.19.3, cf. I.BI 1.173, ἐν τῇ Τανάγρᾳ ἐδῄουν καὶ ἐνηυλίσαντο Th.3.91, ἐναυλισθῆναι ὅσον δύνασαι X.An.7.7.8, cf. Plu.Sert.11, D.C.50.12.8.
2 guarecerse, tener su cubil o guarida στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ (hay una) yacija de hojas apelmazadas como para alguno que se alberga S.Ph.33
•en v. med. mismo sent., c. ἐν y dat. o sólo dat., de pers. στιβάδας ... ἐν αἷς ὁ γέρων μετὰ τῶν υἱῶν ἐναυλιζόμενος D.S.17.85, τοὺς ἐργώνας ἐν τῇ γῇ ἐναυλίζεσθαι οὐ κωλύ[σε] ι IEphesos 3.14 (III a.C.), cf. D.H.2.67, γυμνὸς ... ἐν ἄντρῳ Iambl.Fr.114, ἐναυλίζονται πεδίοις ἀμετρήτοις los beduinos, D.S.2.54, de anim. ὄφεις ... τοῖς σπηλαίοις D.S.3.10, de divinidades Πᾶνες ἐναυλίζοντο χαραδραίοισι μελάθροις Nonn.D.38.3, ταῖς ἁπάντων ψυχαῖς ἐναυλίζεται κύριος Cyr.Al.Luc.1.73.19, cf. Nil.M.79.472D.
3 medic., en v. med. c. ac. temp. permanecer encerrado, permanecer dentro χρόνον ἐναυλιζόμενον πολλὸν ἐν τῇ στήθει cierto humor, Hp.Nat.Hom.12, cf. Hp. en Erot.37.3.
German (Pape)
[Seite 830] darin übernachten, Soph. Phil. 33, Schol. κοιμᾶσθαι. Gew. im med., νύκτα ἐναυλίζεται Her. 1, 181; ἐν Τανάγρῃ 9, 15; ἐνηυλίσαντο Thuc. 3, 91; Folgde; τινί, an einem Orte, Plut. Sert. 8; Xen. braucht auch ἐναυλισθῆναι, An. 7, 7, 8. – Übertr., Hippocr. ἐν τῷ στήθει.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
plus us. au Moy. ἐναυλίζομαι (impf. ἐνηυλιζόμην, f. ἐναυλίσομαι, ao. ἐνηυλισάμην ou ao. Pass. ἐνηυλίσθην);
passer la nuit dans.
Étymologie: ἐν, αὐλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναυλίζω: (преимущ. med.; aor. ἐνηυλισάμην и ἐνηυλίσθην) (тж. νύκτα ἐναυλίζεσθαι Her.) располагаться на ночлег, проводить ночь, ночевать (Soph., Xen.; med.: ἐν Τανάγρᾳ Her., Thuc.; νήσοις τισί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυλίζω: ἀμετάβ., κατοικῶ ἢ διαμένω ἔν τινι τόπῳ, στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ Σοφ. Φιλ. 33. ΙΙ. Ἀποθ., ἐναυλίζομαι, Ἡρόδ., Θουκ., κλ.· διαμένω, αὐλίζομαι, νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται ἐν τῷ νηῷ Ἡρόδ. 1. 181· ἐν Τανάγρῃ νύκτα ἐναυλισάμενος ὁ αὐτ. 9. 15· κυρίως ἐπὶ στρατιωτῶν, καταλύω διὰ τὴν νύκτα, νυκτερεύω, ἐδῄουν καὶ ἐνηυλίσαντο Θουκ. 3. 91., 4. 54., 8. 33, Ξεν., κλ. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ νόσων, διαμένω, ἐμφωλεύω ἔν τινι μέρει τοῦ σώματος, καὶ χρόνον ἐναυλιζόμενον πουλὺν ἐν τῷ στήθει Ἱππ. 230. 25.
Greek Monolingual
(Α ἐναυλίζω)
αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ' έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.)
αρχ.
(για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω.
Greek Monotonic
ἐναυλίζω: μέλ. -σω,
I. αμτβ., διαμένω ή κατοικώ σε ένα μέρος, σε Σοφ.
II. Αποθ., ἐναυλίζομαι, διαμένω, καταλύω σε ένα μέρος κατά τη διάρκεια της νύχτας, διανυκτερεύω, δημιουργώ καταυλισμό, σε Ηρόδ., Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. σω
I. intr. to dwell or abide in aplace, Soph.
II. Dep. ἐναυλίζομαι to take up one's quarters in a place during night, to take up nightquarters, bivouac, Hdt., Thuc., Xen., etc.
Lexicon Thucydideum
pernoctare in, to spend the night in, 3.91.5, 4.54.4, 8.33.2.