ἐξέχω

English (LSJ)

A stand out or project from, τινός Ar.V.1377; πέτρα ἐξέχουσα ὑπὲρ κοιλάδος SIG827 iii 11 (ii A. D.).
2 abs., stand out, be prominent, Hp.VC1; ἐξέχοντα ὦτα Corn.ND27; ἐξέχοντα convexities, opp. κοῖλα, Pl.R. 602c; τὸ ἐξέχον in painting, Philostr.VA2.20:—Pass., τὰ ἐξεχόμενα projecting panels, LXX 3 Ki.7.16(29).
b of the sun, shine out, appear, ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.V.771; ἔξεχ', ὦ φίλ' ἥλιε shine out, fair sun, Id.Fr.389; πρὶν ἥλιον ἐξέχειν = before sunrise, Lexap. D.43.62.
c metaph., to be prominent, be distinguished, ἀρετῇ Ascl. Tact.7.2; ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.Eloc.146; οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7; ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο each has its own distinction, Plot.5.8.4.
II to be attached to, depend on, cling to, τοῦ θείου Porph. Marc.11:—but usually Med., τινός D.H.1.79, POxy.1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5; σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.Pr.99, cf. Procl.Inst.100 (but prob. corrupt in sense give up, withdraw from, J.AJ3.12.3).

German (Pape)

[Seite 880] (s. ἔχω), hervorragen, herausstehen; τὰ ἐξέχοντα, Gegensatz κοῖλα, Plat. Rep. X, 602 c; ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει Ar. Vesp. 1377; ἐκσχεῖν Plut. Pomp. 71 u. a. Sp.; – aufgehen, von der Sonne, ἢν ἐξέχῃ εἵλη κατ' ὄρθρον Ar. Vesp. 771; ἔξεχ' ὦ φίλ' ἥλιε Stratt. Poll. 9, 7; πρὶν ἥλιον ἐξέχειν Dem. 43, 62, im Gesetz, u. Sp. – Med. ἐξέχεσθαί τινος, an Etwas hangen, D. Hal. 1, 79, u. öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

se projeter hors de, être saillant, proéminent : τὰ ἐξέχοντα PLAT les surfaces convexes.
Étymologie: ἐξ, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέχω:
1 торчать наружу (ὄζος τῆς δᾳδὸς ἐξέχει Arph.);
2 выдаваться вперед, выступать (αἱ φλέβες ἐξέχουσιν Arst.): κοῖλά τε καὶ ἐξέχοντα Plat., Arst. вогнутости и выпуклости;
3 (о солнце), восходить Arph., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέχω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει Ἀριστοφ. Σφ. 1377. 2) ἀπολ., προβάλλω πρὸς τὰ ἔξω, ἐξέχω, ἡ δὲ προβολή ἐστι τὸ τοῦ ὀστέου ἐξέχον στρογγύλον παρὰ τὸ ἄλλο Ἱππ. π. τ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 895· ἐξέχοντα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κοῖλα, Πλάτ. Πολ. 602C· πρβλ. εἰσέχω ΙΙ. β) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἐκλάμπω, φαίνομαι, ἢν ἐξέχῃ εἴλη κατ’ ὄρθρον Ἀριστοφ. Σφ. 771· ἔξεχ’, ὦ φίλ’ ἥλιε, ἐμφανίσθητι, ὦ ἀγαπητὲ ἥλιε, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 346· πρὶν ἥλιον ἐξέχειν, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, νόμος παρὰ Δημ. 1071. 3· - οὕτω μεταγεν. ἐν τῷ πάθ., Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. Ζ΄, 29). ΙΙ. Μέσ. ἔχομαί τινος, προσκολῶμαι εἴς τι, ἐξεχομένους τῶν υἱέων Διον. Ἁλ. 1. 79, Κλήμ. Ἀλ. 165.

Greek Monolingual

(AM ἐξέχω) έχω
1. σχηματίζω προεξοχή
2. υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον
υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος
αρχ.
1. (για τον ήλιο) λάμπω
2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῦ θείου»)
3. (το ουδ. πληθ. της παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἐξεχόμενα
φατνώματα, σκαλιστά πλαίσια.

Greek Monotonic

ἐξέχω: μέλ. -έξω,
1. προεξέχω ή προβάλλω από, τινός, σε Αριστοφ.
2. απόλ., προβάλλω προς τα έξω, εμφανίζομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -έξω
1. to stand out or project from, τινός Ar.
2. absol. to stand out, appear, Ar.