ἐπιχειλής

English (LSJ)

ἐπιχειλές, (χεῖλος)
A on or at the lips, γλῶσσα ἐ. a ready, chattering tongue, Poll.6.120.
II full up to the rim (i.e. not quite full, as the rim was deep), of Themistocles, ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ar.Eq.814.
2 later, brim-full, πίθος ἐ. τῶν ἀγαθῶν Them.Or.13.174d, cf.8.115a: metaph., πλήρεις καὶ ἐ. ἁμαρτίαι Ph.1.517.
III with the lips drawn in, like old people, Alciphr. 3.55.

German (Pape)

[Seite 1003] ές, 1) bis an den Rand, nach Poll. 2, 89 Gegensatz von ἰσοχειλής u. ὑπερχειλής, nicht ganz voll; aber bei Ar. Equ. 811, ἐποίησε τὴν πόλιν ἐπιχειλῆ, liegt nach Schol. auch eine Anspielung auf die Mauern, den Rand der Stadt darin; bei Sp. übervoll, übersprudelnd, Themist. – 21 τὸ στόμα ἐπιχειλής, mit eingezogenen Lippen, Alciphr. 3, 55. – 3) auf den Lippen, ῥήματα, gemeine Ausdrücke, die auf Aller Lippen sind, γλῶσσα, voreilige, geschwätzige Zunge, Poll. 6, 120.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui vient jusqu'aux lèvres, jusqu'au bord (d'un vase), plein jusqu'au bord ; qui déborde de, gén.;
2 qui a les lèvres pendantes.
Étymologie: ἐπί, χεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειλής: полный до краев Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειλής: -ές, (χεῖλος) ὁ ἐπὶ τῶν χειλέων ἢ παρὰ τὰ χείλη, γλῶσα ἐπιχειλής, λάλος, Πολυδ. ς΄, 120. ΙΙ. πλήρης μέχρι χειλέων (πρβλ. ὑπερχειλής), περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἐποίησε τὴν πόλιν ἡμῶν μεστήν, εὑρὼν ἐπιχειλῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 814· πίθος ἐπ. τῶν ἀγαθῶν Θεμίστ. 174D, πρβλ. 115Α. ΙΙΙ. ἔχων τὰ χείλη πρὸς τὰ ἔσω ὡς οἱ γέροντες, Ἀλκίφρ. 3. 55.

Greek Monolingual

ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῖνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτοχειλής, αμβλυχειλής)].

Greek Monotonic

ἐπιχειλής: -ές (χεῖλος), ξέχειλος έως πάνω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐπι-χειλής, ές χεῖλος
full to the brim, brim-full, Ar.

English (Woodhouse)

full to the brim