ἔνοπλος
English (LSJ)
ἔνοπλον,
A in arms, armed, Tyrt.16, S.OT469 (lyr.), E.HF1164, PGurob1.7 (iii B. C.), D.H.5.28, Heraclit.Incred.19, etc.; κινήσεις τῶν ἐ. δραματικῶν Phld.Mus.p.15K.
II containing arms or containing armed men, of the Trojan horse, E.Tr.520 (lyr.).
III εἰκὼν ἔνοπλος = Lat. imago clipeata, portrait-statue in armour, IPE1.185 (Cherson., ii B. C.).
IV Adv. ἐνόπλως = with martial rhythm Hsch. s.v. περιχορίζειν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1en armas, armado
a) de pers., esp. guerreros ἄγετ' ὦ Σπάρτας ἔνοπλοι κοῦροι ποτὶ τὰν Ἄρεως κίνασιν Carm.Pop.11, ἔνοπλοι γῆς Ἀθηναίων κόροι E.HF 1164, ἔνοπλοι ἄνθρωποι hombres totalmente armados de los primeros tebanos u «hombres sembrados», Heraclit.Par.19, cf. E.Ph.796, de los Coribantes, Str.10.3.19, Κουρῆτες τε ἔνοπλοι en un ritual órfico, Orph.Fr.578.7, frec. como pred. οὕτω μὲν μύες ἦσαν ἔνοπλοι Batr.132, ἔνοπλοι γὰρ αὐτὴν παῖδες ὀρχοῦνται para la danza pírrica, Aristox.Fr.103, τηρεῖν δέ τινας Ἀράβας ἐνόπλους Thphr.HP 9.4.5, cf. D.S.17.36, Plu.Them.15, ἐνόπλοις δειπνῆσαι καὶ κοιμηθῆναι (les ordenó) cenar y acostarse con sus armas puestas Polyaen.4.9.1, cf. App.Hisp.74, ἔνοπλοι ἔρριπτον ἑαυτούς Socr.Sch.HE 7.18.23, cf. 4.22.6;
b) de soldados como clase militar, e.e., de los hoplitas que van armados, que llevan armas τοὺς στρατιώτας ἐνόπλους ἐν ἐσθῆσιν ἰδιωτικαῖς κεκαλυμμένους I.BI 2.176, στρατιωτῶν ἐνόπλων ἀλαλαγμός Polyaen.8.16.5, cf. Vett.Val.381.19, ἔνοπλοι ἄνδρες γυμναζόμενοι Plu.2.196c, ὁ στρατιώτης ἔ. ἀνέβη τὸν ἵππον Aesop.272, cf. Hp.Ep.17.9, A.Thom.A 164, meton. tb. de ejércitos o expediciones στρατεύματα ἔνοπλα LXX 4Ma.5.1, φάλαγγες ἔνοπλοι Eus.HE 3.8.5, στρατεία ἔ. Iust.Nou.117.11;
c) esp. de los escoltas que llevan lanzas Hsch.s.u. δορυφοροῦντες;
d) de dioses, de Afrodita τὰν Κυθέρειαν ἔνοπλον ἰδοῦσα AP 16.174, cf. Dam.Hist.Phil.63A, de Atenea τῆς Ἀθηνᾶς ... τῆς ἐνόπλου ... θεᾶς Luc.Philopatr.8, ἀνῄει γὰρ εὐθὺς ἔ. Aristid.Or.37.3, de Ares Cyran.1.10.75
•fig., c. dat. instrum. armado con ἔ. ... πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας S.OT 469;
e) glos. a οἰόζωνον de Edipo que, como caminante solitario, llevaba espada, Sch.S.OT 846L.;
f) agon. ὁ ἔ. δρόμος carrera con armas Philostr.Gym.7, Sch.Pi.O.4.34c;
g) subst. οἱ ἔνοπλοι soldados armados ὁρᾷ ... περὶ αὐτὸν ἑστῶτας ἐνόπλους συχνούς vio muchos hombres armados que estaban alrededor de él D.H.5.28, τὰ σκάφη καὶ τοὺς ἐμπλέοντας ἔνοπλους ... θεασάμενοι Hld.9.5.6.
2 de cosas que contiene hombres armados en hipálage ref. al caballo de Troya ἵππος ... ἔ. caballo armado, e.e., con hombres armados E.Tr.520.
3 en danzas guerreras que se realiza con armas o sacudiendo las armas de las Gimnopedias αἱ χορικαὶ ὀρχήσεις τῶν τε γυμνοπαιδικῶν καὶ τῶν ἐνόπλων τούτων δραματικῶν Phld.Mus.1.30.8, de los Curetes en el mito de Dioniso ἐνόπλῳ κινήσει περιχορευόντων Κουρήτων Clem.Al.Prot.2.17, cf. Sch.rec.Ar.Nu.651c (p.332), ἔ. ὄρχησις inventada por los Dioscuros, Sch.Pi.P.2.127.
4 en inscr. honoríf., en trads. de lat. imago clipeata εἰκὼν ἔ. retrato en un clípeo o escudo
a) figura enmarcada por un clípeo ἀνατεθῆναι αὐτοῦ εἰκόνα ἔνοπλον IP 12.40.40 (Olbia, imper.?), εἰκόνι γραπτῇ ἐνόπλῳ ἐπιχρύσῳ Sardis 8.48 (I a.C.), cf. IGBulg.12.315.9 (Mesambria I a.C.), IEphesos 3825.26 (imper.);
b) que lleva vestimenta militar σταθῆμεν δὲ αὐτοῦ καὶ εἰκόνα χαλκέαν ἔνοπλον IPE 12.352.51 (Quersoneso II a.C.).
II adv. ἐνόπλως = mús. con ritmo marcial ἐνόπλως, συντόνως ὀρχεῖσθαι Hsch.s.u. περιχορίζειν.
German (Pape)
[Seite 849] in Waffen, gewaffnet; Batrach. 132, l. d.; Soph. O. R. 469; Eur. πούς, θίασος, Or. 1622 Phoen. 803; Xen. Hier. 10, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἔνοπλος:
1 вооруженный, в доспехах (γενέτας Διός Soph.; κόροι Eur.; ἄνδρες Plut.);
2 наполненный вооруженными людьми (ἵππος, sc. δουράτεος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοπλος: -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ οὕτως, εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ αὐτόθι 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνοπλος, -ον) όπλον
αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη»)
2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» — το σύνολο τών στρατιωτικών και ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων του κράτους
αρχ.
(κυρ. για τον Δούρειο Ίππο) αυτός που έχει μέσα του ένοπλους άνδρες («βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον», Ευρ.).
επίρρ...
ενόπλως
με τα όπλα.
Greek Monotonic
ἔνοπλος: -ον (ὅπλον),
I. οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.
II. αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
Middle Liddell
ἔν-οπλος, ον ὅπλον
I. in arms, armed, Soph., Eur.
II. with armed men within, of the Trojan horse, Eur.
Translations
armed
Albanian: armatosur; Arabic: مُسَلَّح; Armenian: զինված; Belarusian: узброены; Bulgarian: въоръжен; Catalan: armat; Chinese Czech: ozbrojený; Danish: bevæpnet; Dutch: gewapend; Esperanto: armita; Finnish: varustettu; aseistautunut, aseistettu; French: armé; German: bewaffnet; Greek: ένοπλος; Ancient Greek: ἀκαχμένος, ἐνωπλισμένος, ἐνόπλιος, ἔνοπλος; Hindi: मुसल्लह, हथियारबंद, सशस्त्र; Italian: armato; Kurdish Northern Kurdish: çekdar; Latin: armatus, armiger; Luxembourgish: bewaffent, arméiert; Macedonian: вооружен; Maori: maupū, maurākau; Norwegian Bokmål: bevæpnet, bevæpna; Old English: ġewǣpnod; Persian: مسلح, زیناوند, افزارمند; Plautdietsch: bewaufnet; Polish: uzbrojony, zbrojny; Portuguese: armado; Romanian: armat, înarmat; Russian: вооружённый, вооружившийся; Sardinian: armàdu; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀ружа̄н, на̏оружа̄н; Roman: òružān, nȁoružān; Slovak: ozbrojený; Slovene: oborožen; Spanish: armado; Swedish: beväpnad; Tajik: мусаллаҳ; Ukrainian: озброєний, збройний