ἰδιότης

English (LSJ)

[ῐδ], ητος, ἡ, (ἴδιος)
A peculiar nature, property, specific character, Damox.2.41, Epicur.Ep.1p.17U.; ἡ ἰδιότης τῆς ἡδονῆς X.An.2.3.16; τῶν πράξεων Pl.Plt.305d; ἡ ἰδιότης τοῦ πολιτεύματος Plb.1.13.13, etc.; εἰκὼν τῆς ἰδίας ἰδιότητος LXX Wi.2.23; of a mountain, Agatharch.81: pl., ἰδιότητες = peculiarities, Plb.9.22.7, Demetr.Lac.Herc.1012.41 F.; ἰδιότητες ἐθνικαί, of language, Phld.Rh.1.154 S.; ῥυθμῶν Id.Mus.p.49K.
2 Gramm., ἰδιότητός τινων μετέχειν D.T.639.31, cf. A.D.Synt.16.14,al.; εἰς ἰδιότητα [1] = as a proper name, St.Byz. s.v. Θεσσαλία, Sch.Il.18.319.
3 particular existence, Chrysipp.Stoic.2.126; individuality, ἀεὶ πρότερα τὰ ὀλίγης ἰδιότητος Dam.Pr.280.
4 relationship, POxy.1644.21 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1237] ητος, ἡ, Eigenheit, Eigenthümlichkeit; κατὰ τὴν ἰδιότητα τῶν πράξεων τοὔνομα δικαίως εἴληφεν ἴδιον Plat. Polit. 305 d; Folgde; ἡ ἑκατέρου τοῦ πολιτεύματος ἰδ. καὶ δύναμις Pol. 1, 13, 13. – Bei Gramm. = eigenthümliche Bedeutung, εἰς ἰδιότητα ἀνεγνώσθη, wurde in einem eigenthümlichen Sinne genommen, Schol. Il. 18, 319.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
propriété ou nature particulière, caractère propre.
Étymologie: ἴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιότης: ητος (ῐδ) ἡ (индивидуальная) особенность, своеобразие, специфические свойства (τῶν πράξεων Plat.; τῶν φυτῶν Arst.; τοῦ πολιτεύματος Polyb.): ἡ ἰ. τῇς ἡδονῆς Xen. особая прелесть.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότης: -ητος, ἡ, (ἴδιος) ἰδιαιτέρα φύσις, διάφορος ποιότης, ἢ οὐσία, ἰδιότης, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 41· ἡ ἰδιότης τῆς ἡδονῆς Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16· τῶν πράξεων Πλάτ. Πολιτικ. 305D· τοῦ πολιτεύματος Πολύβ 1. 13, 13, κτλ.· εἰκὼν τῆς ἰδίας ἰδιότητος Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Β΄, 23)· - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἰδιότητες Ἀννίβου, «τὰ φυσικά του» ἡ φύσις αὐτοῦ. Πολύβ. 9. 22, 7. 2) παρὰ Γραμμ., εἰς ἰδιότητα, ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασίᾳ, κυριολεκτικῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319· εἰς ἰδιότητα τεθέν, τεθὲν ὡς κύριον ὄνομα, Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θεσσαλία.

Greek Monotonic

ἰδιότης: -ητος, ἡ (ἴδιος), ιδιαίτερη φύση, διαφορετική ποιότητα ή ουσία, ιδιότητα, σε Ξεν.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιότης) ίδιος (Ι)
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
στον πληθ. (φιλοσ.) οι ιδιότητες
τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση
αρχ.
1. η διαφορετική ύπαρξη, η ιδιαιτερότητα
2. συγγένεια, σχέση.

Middle Liddell

ἰδιότης, ητος, ἴδιος
peculiar nature, property, Xen.