ὁμόθεν

English (LSJ)

(< ὁμός) from the same place, θάμνοι ἐξ ὁ. πεφυῶτες Od. 5.477. without ἐξ, from the same source, ὁ. γεγάασι h.Ven. 135, Hes. Op. 108, cf. X. Cyr. 8.7.14; τὸν ὁ. brother, E. Or. 486; so τὸν ὁ. πεφυκότα Id. IA 501; οἷς ὁ. εἶ, καὶ γονᾷ ξύναιμος S. El. 156 (lyr.), cf. E. Fr. 736.4.
at close quarters, hand to hand, ὁ. μάχην ποιεῖσθαι, opp. ἀκροβολίζομαι, X. Cyr. 8.8.22; ὁ. διώκειν follow close upon, ib. 1.4.23.

German (Pape)

[Seite 334] 1) von demselben Orte her; θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόθεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόθεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόθεν γενέσθαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσθαι, παίεσθαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 du même endroit ; fig. du même point de départ, de la même origine;
2 de près.
Étymologie: ὁμός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόθεν: adv.
1 из одного и того же места (θάμνοι ἐξ ὁ. πεφυῶτες Hom.);
2 из одного и того же рода: ὁ. γενέσθαι Xen. быть одинакового происхождения; ὁ ὁ. (πεφυκώς) Eur. родной брат;
3 на ближнем расстоянии, вблизи (μάχην ποιεῖσθαι Xen.): ὁ. διώκειν Xen. преследовать по пятам.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθεν: (ὁμὸς) ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου, κυρίως γεν. (ὡς τὰ ἐμέθεν, σέθεν, ἐξ οὐρανόθεν), θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες Ὀδ. Ε. 477. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς, ὁμόθεν γεγάασιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 135, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 108, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· τὸν ὁμόθεν, ἀδελφόν, Εὐρ. Ὀρ. 486 οὕτω, ὁμ. πεφυκότα ὁ αὐτ. Ι. Α. 501· οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος Σοφ. Ἠλ. 156, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Στοβ. 621. 7. ΙΙΙ. ἐκ τοῦ πλησίον, ἐκ τοῦ συστάδην, ὁμ. μάχην ποιεῖσθαι, ὡς τὸ Λατ. cominus pugnare, ἀντίθετ. τῷ ἀκροβολίζομαι, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22· ὁμόθεν διώκειν, ἐκ τοῦ πλησίον, αὐτόθι 1. 4, 23. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 161.

English (Autenrieth)

from the same place (root), Od. 5.477†.

Greek Monolingual

ὁμόθεν (Α)
επίρρ.
1. (συν. με την πρόθεση εξ) ἐξ ὁμόθεν
από τον ίδιο τόπο
2. της ίδιας καταγωγής («ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ' ἄνθρωποι, Ησίοδ.)
3. από κοντά, εκ του πλησίον
4. (με άρθρ. ως ουσ.) ὁ ὁμόθεν
ο αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλοθεν)].

Greek Monotonic

ὁμόθεν: (ὁμός),
I. από τον ίδιο τόπο, κυρίως γεν. (όπως τα ἐμέθεν, σέθεν, οὐρανόθεν), ἐξ ὁμόθεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως επίρρ., από την ίδια πηγή, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· τὸν ὁμόθεν, αδελφό, σε Ευρ.· ομοίως, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα, στον ίδ.· ὁμόθεν εἶναί τινι, προέρχομαι από τους ίδιους γονείς μ' αυτόν, σε Σοφ.
III. από κοντά, εκ του συστάδην, ὁμόθεν μάχηνποιεῖσθαι, Λατ. cominus pugnare, σε Ξεν.· ὁμόθεν διώκειν, ακολουθώ από κοντά, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμός
I. from the same place, properly a gen. (like ἐμέθεν, σέθεν, οὐρανόθεν), ἐξ ὁμόθεν Od.
II. as adv. from the same source, Hhymn., Hes.; τὸν ὁμόθεν a brother, Eur.; so, τὸν ὁμ. πεφυκότα Eur.; ὁμ. εἶναί τινι to be from the same parents with him, Soph.
III. from near, hand to hand, ὁμ. μάχην ποιεῖσθαι, Lat. cominus pugnare, Xen.; ὁμόθεν διώκειν to follow close upon, Xen.

English (Woodhouse)

from the same stock