ὁμότεχνος

English (LSJ)

ὁμότεχνον,
A practising the same art, τινι with one, Pl.La.187a.
II as substantive, fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt. 328a, Xenarch.7.15; ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm.171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7: as title applied to the good physician, Hp.Praec.7.
2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.217(ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 340] dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession ou un métier, τινι.
Étymologie: ὁμός, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

ὁμότεχνος: занимающийся тем же делом, работающий в той же области Her., Plut.: ὁ. τινος или τινι Plat. товарищ по профессии.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότεχνος: -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, μετὰ τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., συνεργάτης, Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7.

English (Strong)

from the base of ὁμοῦ and τέχνη; a fellow-artificer: of the same craft.

English (Thayer)

ὁμότεχνον (ὁμός and τέχνη), practising the same trade or craft, of the same trade: Herodotus 2,89; Plato, Demosthenes, Josephus, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ.ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].

Greek Monotonic

ὁμότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο, την ίδια τέχνη, με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., συνάδελφος, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμό-τεχνος, ον, τέχνη
practising the same craft with another, c. dat., Plat.:—as substantive, a fellow-workman, Hdt., Plat.

Chinese

原文音譯:ÐmÒtecnoj 何摩-帖赫挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:有如-技藝
字義溯源:同業,同行,同手藝;由(ὁμοῦ)=相同)與(τέχνη)=技藝)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (τέχνη)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 同業(1) 徒18:3

English (Woodhouse)

fellow-craftsman, fellow-labourer