ὑδράργυρος

English (LSJ)

ἡ, quicksilver, artificially prepared from cinnabar-ore, Dsc.5.95, Hero Spir.1.38, PHolm.4.33, Syn.Alch.p.68 B.; τὰ δύο ὑδράργυρα quicksilver and metallic arsenic, Id.p.69 B.; τὸ ὑδράργυρον PHolm.2.28.

German (Pape)

[Seite 1173] ὁ, das künstlich bereitete, aus dem Zinnobererz gezogene Quecksilber, weil es flüssig ist u. an Farbe dem Silber gleicht; vgl. ἄργυρος χυτός, wie das natürliche od. gediegene heißt; Sp., wie Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδράργῠρος: ὁ, ῥευστὸς ἄργυρος, «διάργυρος», τεχνητῶς λαμβανόμενος ἐκ μεταλλείου κινναβάρεως, Διοσκ. 5. 110· ὁ φυσικὸς ὑδράργυρος ἐκαλεῖτο ἄργυρος χυτός, πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 60.

Greek Monolingual

ο / ὑδράργυρος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. διάργυρος και διάδιαρος Ν
νεοελλ.
1. χημ. υγρό μεταλλικό χημικό στοιχείο που έχει χρώμα αργύρου, σύμβολο Hg, ατομικό αριθμό 80 και ατομικό βάρος 200,61 και ανήκει στην ομάδα ΙΙb, δηλαδή στην ομάδα του ψευδαργύρου, του περιοδικού συστήματος
2. φρ. α) «διχλωριούχος υδράργυρος»
(χημ.-φαρμ.) χημική ένωση, ισχυρό και κλασικό δηλητήριο, γνωστό με την κοινή ονομασία σουμπλιμέ
β) «θειούχος υδράργυρος»
χημ. χημική ένωση που απαντά υπό δύο μορφές, μία κόκκινη και μία μαύρη, από τις οποίες η τελευταία απαντά στη φύση με τη μορφή του ορυκτού μετακιννάβαρι
γ) «κροτικόςβροντώδης] υδράργυρος»
χημ. εκρηκτικό σώμα πρωτογενούς εκρήξεως που χρησιμοποιήθηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα ως εναυσματικό μέσο της πυρίτιδας
δ) «χλωριούχος υδράργυρος»
i) χημ. άοσμο και άχρωμο στερεό, πολύ τοξικό, με πάρα πολλές εφαρμογές, γνωστό και ως άχνη υδραργύρου
ii) (ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό του υδραργύρου, που σχηματίζεται από εξαλλοίωση του ορυκτού κιννάβαρι και άλλων ορυκτών και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη φαρμακευτική και χρησιμοποιείται ακόμη, πιο σπάνια, γνωστό και ως καλομέλας
ε) «λυχνία υδραργύρου»
τεχνολ. φωτιστική συσκευή που αποτελείται από γυάλινο σωλήνα ο οποίος περιέχει ατμούς υδραργύρου
(μσν-αρχ.)
το μέταλλο που λαμβανόταν τεχνητώς με εξαγωγή του από το ορυκτό κιννάβαρι και ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητας του χρώματός του με το χρώμα του αργύρου, σε αντιδιαστολή με τον φυσικό υδράργυρο, που ονομαζόταν χυτός άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. διάργυρος). Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrargyrum (< λατ. hydrargyrus < υδράργυρος)].

Translations

mercury

Afrikaans: kwik,; Albanian: mërkur, zhivë, engjëdhi; Arabic: زِئْبَق, زَاؤُوق; Armenian: սնդիկ; Assamese: পাৰা, ৰহ; Asturian: mercuriu; Azerbaijani: civə; Bashkir: терегөмөш; Basque: merkurioa; Belarusian: ртуць; Bengali: পারদ; Breton: merkur, bevargant, arc'hant-bev; Bulgarian: живак; Burmese: ပြဒါး; Catalan: mercuri; Central Melanau: rasak; Chinese Cantonese: 汞, 水銀/水银; Dungan: фийин; Hokkien: 水銀/水银; Mandarin: 汞, 水銀/水银; Chuvash: чӗркӗмӗл; Cornish: arhans; Czech: rtuť; Danish: kviksølv, kviksølver; Dutch: kwikzilver, kwik; Esperanto: hidrargo; Estonian: elavhõbe; Extremaduran: mercúriu; Faroese: kyksilvur, kviksilvur; Finnish: elohopea; French: mercure, vif-argent; Friulian: mercuri; Galician: mercurio, hidrarxirio, azougue; Georgian: ვერცხლისწყალი; German: Quecksilber; Greek: υδράργυρος; Ancient Greek: ἄργυρος χυτός, διάργυρος, ὑδράργυρος; Hausa: zaiba; Hawaiian: waikālā; Hebrew: כַּסְפִּית; Hindi: पारा, पारद; Hungarian: higany; Icelandic: kvikasilfur; Ido: merkurio; Indonesian: raksa; Ingrian: elävähoppia; Interlingua: mercurio; Irish: mearcair, airgead beo; Italian: mercurio; Japanese: 水銀; Kannada: ಪಾರಜ, ಪಾದರಸ; Kashubian: tãź; Kazakh: сынап; Khmer: បារត; Korean: 수은(水銀); Kyrgyz: сымап; Lao: ບາຫຼອດ, ບາ; Latin: hydrargyrum, argentum vivum; Latvian: dzīvsudrabs; Limburgish: kwèk; Lithuanian: gyvsidabris; Luxembourgish: Quecksëlwer; Macedonian: жива; Malagasy: volavelona; Malay: merkuri, raksa, perak cergas, hidrargirum; Malayalam: രസം; Maltese: merkurju; Manchu: ᡨᠣᡥᠣᠯᠣᠨ; ᠮᡠᡴᡝ; Manx: mercur; Mongolian: мөнгөн ус; Nahuatl: atepoztli; Navajo: béésh tózháanii; Norwegian Bokmål: kvikksølv; Nynorsk: kvikksølv, kvikksylv; Occitan: mercuri; Ojibwe: zhooniyaawaaboo; Old English: cwicseolfor; Old Tupi: itaekobé; Ottoman Turkish: جیوه, سیماب; Pashto: پاره; Persian: جیوه, ژیوه, سیماب; Plautdietsch: Kwickselwa; Polish: rtęć, żywe srebro; Portuguese: mercúrio, azougue; Punjabi: ਪਾਰਾ; Romanian: mercur, hidrargir, argint viu; Russian: ртуть, гидраргирум, меркурий; Sanskrit: पारद; Scots: mercur; Scottish Gaelic: airgead-beò; Serbo-Croatian Cyrillic: жи̏ва; Roman: žȉva; Slovak: ortuť; Slovene: živo srebro; Sorbian Lower Sorbian: žiwe slobro; Upper Sorbian: žiwe slěbro, dźiwje slěbro; Spanish: mercurio, azogue; Swahili: zebaki; Swedish: kvicksilver; Tagalog: asoge; Tajik: симоб; Tamil: பாதரசம், தனிமம்; Tatar: терекөмеш; Telugu: పాదరసము; Thai: ปรอท; Tibetan: མེར་ཁུ་རི; Turkish: cıva; Turkmen: simap; Ukrainian: ртуть; Urdu: پارہ; Uyghur: سىماب; Uzbek: simob; Cyrillic: симоб; Veps: artut'; Vietnamese: thuỷ ngân; Volapük: hidrargin, märkurin; Welsh: mercwri; West Frisian: kwik; Yiddish: קוועקזילבער

quicksilver

Bashkir: терегөмөш; Bulgarian: живак; Catalan: argent viu; Chinese Mandarin: 水銀/水银; Danish: kviksølv, kviksølver; Dutch: kwikzilver; Estonian: elavhõbe; Faroese: kyksilvur; Finnish: elohopea; French: vif-argent; Galician: mercurio, azougue; Georgian: ვერცხლისწყალი, ვერცხლისწყალი; German: Quecksilber; Greek: υδράργυρος; Ancient Greek: ὑδράργυρος; Hebrew: כספית; Ingrian: elävähoppia; Irish: airgead beo; Italian: argento vivo; Kannada: ಪಾರಜ, ಪಾದರಸ; Korean: 수은(水銀); Latin: argentum vivum, hydrargyrum,; Latvian: dzīvsudrabs; Low German: Quecksülver; Norwegian Bokmål: kvikksølv; Nynorsk: kvikksølv, kvikksylv; Ottoman Turkish: جیوه, سیماب; Persian: سیماب, جیوه, ژیوه; Plautdietsch: Kwickselwa; Polish: rtęć, żywe srebro; Portuguese: mercúrio; Punjabi: ਪਾਰਾ; Romanian: mercur, argint viu, hidrargir; Russian: ртуть; Spanish: mercurio, azogue; Swedish: kvicksilver; Vietnamese: thuỷ ngân, thủy ngân; Volapük: hidrargin, märkurin