ὑπόζωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (ὑποζώννυμι)
A diaphragm, midriff, Arist.HA509b17, 514a30, PA674a9, al.
2 in insects, division between thorax and abdomen, Id.HA535b8, PA659b16, al.
II in plural, ropes or braces used to strengthen the hull of a trireme (cf. ὑποζώννυμι ΙΙ), Pl.R. 616c (where a beam of light passing through heaven and earth is compared to τὰ ὑ. τῶν τριήρων), Lg.945c, IG22.1479.49, 1609.108, 1611.335,410, 1612.319, 1622.287,640, 1627.410, 1668.74, 1673.12,13, etc.; ὑ. ἐλάμβανε δώδεκα (sc. ἡ τεσσαρακοντήρης ναῦς)· ἑξακοσίων δ' ἦν ἕκαστον πηχῶν Callix.1; ὁ στόμαχος καθάπερ νεὼς τοῦ σώματος ὑ. ὑπάρχει Herod.Med. in Rh.Mus.58.99; cf. ζώμευμα.
German (Pape)
[Seite 1217] τό, 1) das Zwerchfell, auch διάζωμα, Arist. H. A. 3, 1. – 2) bei Trieren, zum Tauwerk gehörig, ein Gurt um das Schiff gegen den Wogenandrang, s. Att. Seew. p. 134 u. vgl. Plat. Legg. XII, 945 c u. Rep. X, 616 c: οἷον τὰ ὑποζώματα τῶν τριήρων, οὕτω πᾶσαν ξυνέχων τὴν περιφοράν; Ath. V, 204; Appian. B. C. 5, 91; Ap. Rh. 1, 368. – Bei Poll. 1, 89 der mittlere Teil des Steuerruders.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 diaphragme;
2 préceinte, armature dont on entoure les flancs d'un navire pour maintenir les ais.
Étymologie: ὑποζώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόζωμα: ατος τό
1 грудобрюшная преграда Arst.;
2 перегородка, перепонка Arst.;
3 мор. pl. канатные скрепы, обвязка (τὰ ὑποζώματα τῶν τριήρων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόζωμα: τό, (ὑποζώννυμι) ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευρὰς χιτὼν ἢ ὑμήν, septum tra sversum (πρβλ. διάζωμα Ι. 2), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 8., 3. 1, 6, 8, 22, κ. ἀλλ., περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ. 2) ἐν τοῖς ἐντόμοις, ἡ διαίρεσις ἡ μεταξὺ τοῦ θώρακος καὶ τοῦ ὑπογαστρίου, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 3, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 11, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πλατεῖαι ζῶναι ὑποδενόμεναι ὑπὸ τὸ σκάφος πλοίου βεβλαμμένου πρὸς ὑπόζωσιν ἢ στερέωσιν τῶν μερῶν αὐτοῦ (πρβλ. ὑποζώννυμι ΙΙ), Πλάτ. Πολ. 616C (ἔνθα ὁ γαλαξίας ὡς ὑποζωννὺς τὸν οὐρανὸν παραβάλλεται πρὸς τὰ ὑποζώματα τῶν τριηρῶν), Νόμ. 945C· ― ὅτι δὲ τὰ ὑποζώματα ἦσαν σχοινία ἐν εἴδει ζώνης καὶ οὐχὶ ἐξωτερικαὶ σανίδες (ὡς ἐπιστεύετο) ἔδειξε πρῶτος ὁ Schneid., καὶ ἡ γνώμη αὐτοῦ ἐβεβαιώθη ἐξ ἐπιγραφῶν· κατὰ τοῦτο διακρίνονται ταῦτα ἀπὸ τῆς ξυλίνης σκευῆς, ἴδε Böckh See-Wesen, σ. 134, καὶ μάλιστα Smith’s Voyage and Shipwreck of S. Paul, σ. 65 κἑξ., 172-177· τὸ δὲ ἰσοδύναμον Λατ. tormenta ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Isid. Etym. 19. 4 ὡς σημαῖνον σχοινία κατὰ μῆκος ἐκτεινόμενα ἀπὸ τῆς πρῴρας μέχρι τῆς πρύμνης· ἡ δὲ τεσσαρακοντήρης Πτολεμαίου τοῦ Φιλοπάτορος περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Καλλιξ. παρ’ Ἀθην. 204Α ὡς ἔχουσα 12 ὑποζώματα, ὧν ἕκαστον εἶχε μῆκος 600 πήχεων. Ἀλλ. αἱ σανίδες τοῦ πλοίου φέρονται πάντοτε κατὰ μῆκος, καὶ ἡ ὑπόζωσις ἔπρεπε νὰ ἐφέρετο ἐγκαρσίως, ὅπως συνδέῃ αὐτάς. Ζωμεύματα ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 279, κεῖται κατ’ ἀστείαν παιδιὰν ἀντὶ ὑποζώματα. ΙΙΙ. τὸ μέσον τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 89.
Greek Monolingual
το / ὑπόζωμα, ΝΑ ὑποζώννυμι
1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία
2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα
νεοελλ.
ναυτ. παχύ σχοινί που σαν ζωστήρας περιβάλλει εξωτερικά λέμβο ή πλοιάριο κατά μήκος του σκάφους με σκοπό την αποφυγή προσκρούσεων κατά τις πλευρίσεις
αρχ.
1. υμένας που διαχωρίζει τη θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, διάφραγμα
2. ναυτ. το μεσαίο τμήμα του πηδαλίου.
Greek Monotonic
ὑπόζωμα: -ατος, τό,
I. διάφραγμα, στομάχι, σε Αριστ.
II. σε πληθ., ορθοστάτες, υποστηρίγματα περασμένα ή πλατειές ζώνες κάτω από κύτος σκάφους, έτσι ώστε να υποστυλωθούν τα μέρη του (πρβλ. ὑποζώννυμι II), σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπόζωμα, ατος, τό,
I. the diaphragm, midriff, Arist.
II. in plural braces passed under the hull of a vessel, so as to undergird her (cf. ὑποζώννυμι II), Plat.