astilla
Spanish > Greek
ἀγή, ἀπογλυφή, ἀπόθραυσμα, ἀπόκνισμα, ἀπόκομμα, ἀποπελέκημα, δᾳδίον, δίαγμα, διάκλασμα, διάξυσμα, ἔκψηγμα, θραῦσμα, κάρφος, λεπίς, παδησχέα, παδησχέαι, περίθλασμα, περικνίδιον, σκινδάλαμος, σκινδαλμός, σκόλοψ, σχιδαλαμός, σχίζα, σχιζίον, σχινδάλαμος, σχινδαλμός