ανακάτωμα

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

το
1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη
2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη της κανονικής τους θέσης, ακαταστασία
3. ανάμιξη πραγμάτων
4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή
5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα
6. αναστάτωση, σύγχυση, αναταραχή
7. τάση για εμετό, αναγούλα
8. στον πληθ. τα ανακατώματα
ραδιουργίες, σκάνδαλα
έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτωμα < ανακατώνω. Πρβλ. ανεκάτωμα (< ανεκατώνω)].